Σοκ: Η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων φθάνει έως 81%

Σοκ για τις επιχειρήσεις αποτελεί η πραγματική φορολογική επιβάρυνση καθώς το ελληνικό δημόσιο υφαρπάζει με κάθε τρόπο έως και το 81% των προς διανομή κερδών. Από 35% που ανέρχονταν το 2000, οι φορολογικές επιβαρύνσεις αυξήθηκαν και διαμορφώθηκαν στο 44% το 2014 για να εκτοξευθούν σήμερα στο 81%. Και παρά το γεγονός αυτό το ελληνικό δημόσιο δεν καταφέρνει να έχει χρήματα στα ταμεία του δεδομένου ότι η υπερφορολόγηση οδηγεί τις επιχειρήσεις σε λουκέτο, τις καθιστά ζημιογόνες και ανήμπορες να επενδύσουν.

Το χειρότερο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν τους επιτρέπει να αναπτυχθούν και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα τους στις διεθνείς αγορές. Μία τακτική που η Ελλάδα την πληρώνει πολύ ακριβά τα τελευταία χρόνια αφού έχουμε φθάσει να μας απειλούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να μην δώσουν το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης εάν δεν μπουν οι μπουλντόζες στο Ελληνικό.

Η όποια ανάπτυξη της οικονομίας βασίζεται στο 81% των φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις αλλά και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Μία κρατικοδίαιτη ανάπτυξη βασισμένοι σχεδόν αποκλειστικά στους φόρους και τις εισφορές αλλά και όσα καταφέρνει από μόνος τους ο τουρισμός καθώς η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ούτε μια κίνηση στο διεθνές περιβάλλον προς αυτή την κατεύθυνση παρά μόνο να επιβάλλει στις ξενοδοχειακές μονάδες τέλος διαμονής.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικά με τον φόρο εισοδήματος να έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2006 ενώ πλέον επιβάλλεται (σε σχέση με το 2006) και φόρος στα εισοδήματα από διανεμόμενα μερίσματα. Συγκεκριμένα σήμερα επιβάλλεται φόρος εισοδήματος 29%, φόρος στα διανεμόμενα μερίσματα 15%, εισφορά αλληλεγγύης με τον ανώτατο συντελεστή να φθάνει το 10% και ασφαλιστική εισφορά 26,7 στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, με το άθροισμα των παραπάνω να φθάνει έως και το 81% επί των προς διανομή κερδών.

Μάλιστα οι αναλυτές του Συνδέσμου υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα φορολογεί σωρευτικά τα διανεμόμενα κέρδη για απλούς μετόχους σε επίπεδα που κινούνται λίγο άνω του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, και σαφώς υψηλότερα των γεωγραφικά εγγυτέρων ανταγωνιστών της χώρας εντός της Ένωσης. Αν προστεθούν και οι ασφαλιστικές εισφορές για μέλη της διοίκησης, η Ελλάδα καθίσταται και σε αυτή τη διάσταση φόρο-πρωταθλητής. Παράλληλα, η Ελλάδα εμφανίζεται ως η μόνη χώρα που έχει αυξήσει σημαντικά το άθροισμα αυτών των φόρων από το 2000 έως το 2017, δηλαδή αυτές οι αυξήσεις φόρων έχουν γίνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι άλλες χώρες κινούνται στην κατεύθυνση της μείωσης των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα.

Ο Σύνδεσμος χαρακτηρίζει ως κορυφή του παγόβουνου τους φορολογικούς συντελεστές εστιάζοντας στο συνολικό πλαίσιο που διέπει σήμερα τη φορολογία των επιχειρήσεων το οποίο δεν επιτρέπει στη επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα τους στις διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα:

  • Η δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών με κέρδη μελλοντικών ετών στην Ελλάδα περιορίζεται σε 5 έτη, όταν στις περισσότερες χώρες της Ευρ. Ένωσης είναι τουλάχιστον 10 έτη, ενώ η Ευρ. Επιτροπή προτείνει απεριόριστο χρονικό ορίζοντα συμψηφισμού.
  • Η ύπαρξη σε πολλές χώρες ειδικών κινήτρων για φορολογικές εκπτώσεις σε δαπάνες -που στην Ελλάδα είναι συγκριτικά περιορισμένες (αν και μέχρι προ λίγων ετών απουσίαζαν εντελώς).
  • Η απουσία ενός πλαισίου ευνοϊκών κανόνων και κινήτρων για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, ώστε να ενθαρρυνθεί η εξυγίανση και μεγέθυνση επιχειρήσεων, να μειωθεί το στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων , να υπάρξουν οικονομίες κλίμακος και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές.
  • Η απουσία κινήτρων όπως οι υπεραποσβέσεις ή οι επιταχυνόμενες αποσβέσεις για νέες επενδύσεις σε εξοπλισμό, που μάλιστα κατά υπολογισμούς του ΣΕΒ θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερες.
  • Η εφαρμογή μη ανταγωνιστικών πλέον συντελεστών απόσβεσης, ειδικά επενδύσεων σε μηχανήματα και εξοπλισμό, που υποχρεώνει τις Ελληνικές επιχειρήσεις να αποσβένουν αργά εξοπλισμό, ακόμα και αν αυτός στην πραγματικότητα αποσβένεται ταχύτερα, κάτι που ισχύει ειδικά, αλλά όχι μόνο, στην περίπτωση εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας.
  • Η διατήρηση αναχρονιστικών φόρων όπως είναι το χαρτόσημο.
  • Το ζήτημα της αβεβαιότητας που υπάρχει ως προς την εφαρμογή του νόμου όταν γίνονται οι έλεγχοι των φορολογικών αρχών και κατά τους οποίους η υποκειμενική έννοια της «παραγωγικότητας της δαπάνης» οδηγεί συχνά σε βεβαίωση επιπλέον φόρων και προστίμων.

Πηγή: liberal.gr