Αβεβαιότητα μετά τη ρήξη στον ΟΠΕΚ

Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε επανειλημμένως επισημάνει την ανάγκη για μια παγκόσμια διαχείριση των τιμών των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένου ενός εκ των σημαντικότερων: του πετρελαίου. Η μόνη προσπάθεια, όμως, που έγινε ποτέ προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διάσκεψη για τη Διεθνή Οικονομική Συνεργασία που συγκαλείτο στο Παρίσι τη διετία 1975-1977. Τότε, μια επιλεγμένη ομάδα χωρών μελών του ΟΟΣΑ, του ΟΠΕΚ αλλά και των «λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών» είχαν επιχειρήσει να ελέγξουν από κοινού τις τιμές της ενέργειας. Είχε υπαγορεύσει τη σύγκλησή της η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και ένας γενικευμένος φόβος για ενδεχόμενη έλλειψη μαύρου χρυσού. Η προσπάθεια απεδείχθη ατελέσφορη και αιτία ήταν η απροθυμία του ΟΠΕΚ, που τότε βρισκόταν στην κορωνίδα της ισχύος του και δεν ήταν διατεθειμένος να συζητήσει θέμα τιμών του πετρελαίου με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης χωρίς να αποσπάσει ανταλλάγματα.

Το διεθνές καρτέλ πετρελαίου είχε, άλλωστε, λόγο ύπαρξης από το 1960, οπότε δημιουργήθηκε, να εξασφαλίσει στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες γενναίο μερίδιο των κερδών από τον μαύρο χρυσό. Ετσι ουσιαστικά από το 1970 ο ΟΠΕΚ είναι ο μοναδικός διεθνής οργανισμός που έχει κατορθώσει με σχετική επιτυχία να ελέγχει τον όγκο της παγκόσμιας παραγωγής και να σταθεροποιεί τις τιμές, για την ακρίβεια να τις κατευθύνει προς τα επιθυμητά επίπεδα για τα μέλη του. Μέσα στην εβδομάδα, όμως, η ρήξη που επήλθε ανάμεσα σε δύο χώρες – μέλη του, στην ντε φάκτο ηγέτιδα δύναμή του, τη Σαουδική Αραβία, και τον παραδοσιακό σύμμαχό της, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), ενέσπειρε για μια ακόμη φορά μέσα στα τελευταία χρόνια την υποψία ότι το διεθνές καρτέλ πετρελαίου χάνει τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς. Εν ολίγοις ο ΟΠΕΚ, που τα τελευταία χρόνια έχει συνάψει συμμαχία με τη Ρωσία και μικρότερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και αναφέρεται ως ΟΠΕΚ+, αδυνατεί πλέον να συμφωνήσει για τα επίπεδα της παραγωγής. Η ασυμφωνία, που αντανακλά τα αποκλίνοντα συμφέροντα των μελών του, μπορεί να αφήσει το ύψος της παγκόσμιας παραγωγής στην τύχη και τις τιμές να πάρουν άγνωστη πορεία, ανοδική ή καθοδική, αναλόγως, με αστάθμητους παράγοντες. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις και για τα δύο ενδεχόμενα: στην αρχή της εβδομάδας οι τιμές σημείωσαν άλμα περίπου στα 77 δολάρια το βαρέλι και πολλοί αναλυτές της αγοράς έσπευσαν να προβλέψουν εκτίναξή του στα 100 δολάρια το βαρέλι. Σε λιγότερο από 24 ώρες, όμως, οι τιμές υποχώρησαν στα 73,3 δολάρια το βαρέλι επιστρέφοντας κοντά στα επίπεδα πριν από τη σύνοδο του ΟΠΕΚ.

Δεν λείπουν, άλλωστε, και οι φωνές που διαβλέπουν, όχι μόνον παροπλισμό του ΟΠΕΚ αλλά και σταδιακή διάλυσή του, με τα Εμιράτα πιθανό πρώτο μέλος που θα αποχωρήσει. Είναι η τρίτη φορά μέσα στα τελευταία χρόνια που ο ΟΠΕΚ φαίνεται να έχει χάσει τη δυνατότητα να ορίζει την παγκόσμια αγορά. Η αμέσως προηγούμενη ήταν στην αρχή της πανδημίας, όταν ξέσπασε πόλεμος τιμών ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, που αύξησαν πυρετωδώς την παραγωγή τους, οδηγώντας τις τιμές σε ελεύθερη πτώση. Και νωρίτερα, η πρώτη φορά που πραγματικά φαινόταν να χάνει ο ΟΠΕΚ την επιρροή του στην αγορά ήταν πριν από πέντε-έξι χρόνια όταν η σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ κατέκλυζε τις διεθνείς αγορές με πετρέλαιο, ακυρώνοντας κάθε προσπάθειά του να επηρεάσει τις τιμές.

Τα σχέδια των Εμιράτων που έβαλαν φωτιά στις διαπραγματεύσεις

Του ANTHONY DI PAOLA/ΒLOOMBERG

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), τέταρτη δύναμη του ΟΠΕΚ σε παραγωγή, εναντιώθηκαν στην παράταση των ποσοστώσεων παραγωγής μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους, που πρότειναν Σαουδική Αραβία και Ρωσία, αντί για την αρχική συμφωνία που ήταν ο τερματισμός αυτών των ποσοστώσεων τον Απρίλιο. Υποστηρίζουν πως μπορούν να αντλούν πάνω από 3,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, την ποσόστωση που τους έχει ανατεθεί στο πλαίσιο του συστήματος ποσοστώσεων του ΟΠΕΚ. Ο υπουργός Ενέργειας της χώρας, Σουχάιλ Αλ Μαζρούεϊ χαρακτήρισε την υφιστάμενη ποσόστωση «εντελώς άδικη και μη βιώσιμη». Το Αμπου Ντάμπι θέλει να αυξήσει την παραγωγή του στα 3,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα για να συναινέσει στην παράταση της συμφωνίας που υπέγραψαν τα μέλη του ΟΠΕΚ τον Απρίλιο του 2020.

Σύμφωνα με τον κ. Μαζρούεϊ, τα Εμιράτα κρατούν σε αδράνεια περίπου το 1/3 της παραγωγής τους, «θυσιάζουν» δηλαδή πολύ περισσότερα από όσα άλλες χώρες – μέλη του ΟΠΕΚ. Η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει πως η ίδια διατηρεί σε αδράνεια πολύ περισσότερο πετρέλαιο και μάλιστα ότι το κάνει αυτό επί χρόνια.

Το Ριάντ επιμένει πως χρειάζεται να παραταθεί η συμφωνία για τις ποσοστώσεις, ώστε να υπάρξει σταθερότητα και ηρεμία στις διεθνείς αγορές ενέργειας, δεδομένου ότι η πανδημία εξακολουθεί να απειλεί μονίμως τα επίπεδα κατανάλωσης καυσίμων. Το Αμπου Ντάμπι, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής πετρελαίου των Εμιράτων, επενδύει περίπου 25 δισ. δολάρια ετησίως για να επιτύχει αύξηση της παραγωγικής του δυνατότητας στα 5 εκατ. βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Για τον ηγέτη των Εμιράτων, τον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Χαγιέντ, το σχέδιο αυτό είναι αναγκαίο για να αντλήσουν τα Εμιράτα μεγάλα κεφάλαια και να επενδύσουν σε νέες βιομηχανίες ώστε να μπορέσουν να διαφοροποιήσουν την οικονομία τους.

Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, ο Τζεφ Κιουρί, επικεφαλής του τομέα εμπορευμάτων στην Goldman Sachs, τόνισε πως «ζητούμενο για τα Εμιράτα είναι μια υψηλότερη ποσόστωση παραγωγής ώστε να αντιστοιχεί στις επενδύσεις που έχουν κάνει». Σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία και με τις περισσότερες χώρες του Κόλπου και μέλη του ΟΠΕΚ, στο Αμπου Ντάμπι οι επενδυτές στη βιομηχανία υδρογονανθράκων είναι ξένοι.
Στους μακροχρόνιους εταίρους των Εμιράτων, όπως οι BP Plc και Total Energies SE, έχουν προστεθεί τα τελευταία τρία χρόνια και άλλοι εταίροι από Ινδία και Κίνα. Με την υποστήριξη του πρίγκιπα Μοχάμεντ, ο σουλτάνος Αλ Τζαμπέρ, διευθύνων σύμβουλος της Abu Dhabi National Oil Co, ηγήθηκε μιας επιθετικής αναδιάρθρωσης της κρατικής πετρελαϊκής από το 2016, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα. Εκτός από την αύξηση της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας και τη σύσφιξη των σχέσεων με ενεργειακές εταιρείες της Ασίας, έχει πουλήσει αγωγούς, διυλιστήρια και ακίνητα αξίας πολλών δισ. δολαρίων σε ιδιώτες επενδυτές. Αυτό σημαίνει ότι μια μείωση της παραγωγής του θα αποβεί ζημιογόνος τόσο για αυτούς τους επενδυτές όσο και για τα ίδια τα Εμιράτα.

«Ανάσταση» του μαύρου χρυσού και επιστροφή στις παρυφές των 80 δολ. το βαρέλι

Αδιακρίτως του τι πρόκειται να γίνει πραγματικά με τον ΟΠΕΚ και του πώς θα επηρεάσει τελικά τις τιμές του πετρελαίου, η «ανάσταση» του μαύρου χρυσού είναι, έστω προσωρινά, γεγονός. Δεδομένου ότι βρίσκεται σε εξέλιξη, έστω και ασθμαίνουσα, η στροφή της παγκόσμιας οικονομίας στην πράσινη ενέργεια και στο μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα, η επιστροφή των τιμών του πετρελαίου στις παρυφές των 80 δολαρίων το βαρέλι μοιάζει πραγματικά με ολική επαναφορά σε ένα παρελθόν προτού μεσολαβήσουν ιστορικές εξελίξεις.

Αν για το διεθνές καρτέλ πετρελαίου είναι η τρίτη φορά που μοιάζει σαν να επέρχεται η διάλυσή του, το περασμένο έτος είχε φανεί να εξοστρακίζεται από την παγκόσμια οικονομία ο μαύρος χρυσός που καθόρισε την παραγωγή, τις διεθνείς σχέσεις έως και τις πολεμικές συγκρούσεις για περισσότερο από έναν αιώνα. Την άνοιξη του 2020, όταν η πανδημία είχε βυθίσει σε lockdown το σύνολο σχεδόν των ανεπτυγμένων οικονομιών, η παγκόσμια ζήτηση είχε κυριολεκτικά καταβαραθρωθεί. Η αγορά κολυμπούσε στο πλεόνασμα, οι δεξαμενές πλημμύριζαν μαύρο χρυσό, δεξαμενόπλοια έμεναν γεμάτα να περιμένουν μέχρις ότου εντοπίσουν οι εταιρείες τους αποθηκευτικούς χώρους και κυριολεκτικά κάθε αποθηκευτικός χώρος είχε δεσμευθεί για το αζήτητο καύσιμο. Κι ενώ όλα αυτά έμοιαζαν ήδη με σενάρια κινηματογραφικής φαντασίας, συνέβη το πραγματικά αδιανόητο που αιφνιδίασε κάθε παράγοντα της διεθνούς αγοράς πετρελαίου: έπειτα από συνεχή υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου από τις αρχές του έτους, στα τέλη Απριλίου του 2020 οι τιμές στα προθεσμιακά συμβόλαια διολίσθησαν σε αρνητικό έδαφος. Στην πράξη, οι πετρελαϊκές πλήρωναν τους πελάτες τους για να αγοράσουν το πετρέλαιό τους!

Η ασύλληπτη εξέλιξη οδήγησε τότε σε κατάρρευση μεγάλου αριθμού αμερικανικών εταιρειών σχιστολιθικού πετρελαίου και ειδικότερα των μικρών εταιρειών, που υπέβαλαν μαζικά αιτήσεις προσφυγής στο άρθρο 11 του αμερικανικού πτωχευτικού κώδικα. Κλόνισε στο σύνολό της τον αμερικανικό πετρελαϊκό κλάδο, εξωθώντας τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, τον αλησμόνητο Ντόναλντ Τραμπ, να υποβάλει στο αμερικανικό Κογκρέσο αίτηση για έκτακτη ενίσχυση του κλάδου. Επρόκειτο για την έκλειψη ενός κλάδου που του είχε δώσει την ευκαιρία να κηρύξει την υπερδύναμη ενεργειακά αυτάρκη. Η αμερικανική σχιστολιθική βιομηχανία, η πυρετώδης παραγωγή της και η θεαματική ανάπτυξή της σε μια δεκαετία είχε ανατρέψει μια πολιτική σχεδόν μισού αιώνα, καθώς έπεισε το αμερικανικό Κογκρέσο να ανακαλέσει την απαγόρευση στις εξαγωγές αμερικανικού πετρελαίου που είχε επιβληθεί από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας  του 1970.

Προπαντός, όμως, η πτώχευση των σχιστολιθικών των ΗΠΑ ήταν η έκλειψη ενός κλάδου που είχε αφοπλίσει τον ΟΠΕΚ, δημιουργώντας μια τόσο πλεονασματική αγορά, ώστε καμία μείωση της παραγωγής από το διεθνές καρτέλ του πετρελαίου δεν μπορούσε να επηρεάσει τις τιμές. Κι αν τώρα το διεθνές καρτέλ μοιάζει να κλονίζεται και πάλι, αλλά από φυγόκεντρες εσωτερικές δυνάμεις, η σχιστολιθική βιομηχανία των ΗΠΑ δεν φαίνεται να καρπούται το όφελος. Ούτε και από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Το καταμαρτυρούν αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, που φέρουν τη βιομηχανία της υδραυλικής ρηγμάτωσης, όπως αποκαλείται η μέθοδος εξόρυξης των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, να παραμένει διστακτική και να μη σπεύδει να αρπάξει την ευκαιρία τώρα που το πετρέλαιο βρίσκεται στα ύψη.

Η πρόβλεψη

Ο πρώην υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Νταν Μπρούγιετ, προέβλεψε πως «μπορεί εύκολα να εκτιναχθεί η τιμή του πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι, ίσως ακόμη και πιο ψηλά», μετά τη ρήξη στον ΟΠΕΚ. Προσέθεσε, πάντως, πως «είναι εξίσου πιθανό να καταρρεύσουν οι τιμές του πετρελαίου».

Το ερώτημα

«Ο ΟΠΕΚ βυθίζεται στη σοβαρότερη κρίση που έχει γνωρίσει μετά τον ατυχή πόλεμο τιμών που εκδηλώθηκε πέρυσι ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στη Ρωσία», σχολίασε η επικεφαλής του τομέα στρατηγικής της RBC Capital Markets, Ελίμα Κροφτ, και συμπλήρωσε πως «εφεξής θα εντείνεται το ερώτημα κατά πόσον θα παραμείνουν τα Εμιράτα στο διεθνές καρτέλ πετρελαίου».

Διάλυση

«Σήμερα διαλύθηκε η αλληλεγγύη στον ΟΠΕΚ», τόνισε ο αναλυτής της Again Capital, Τζον Κίλντουφ, ο οποίος επισήμανε πως «η πανδημία τούς κράτησε ενωμένους και τώρα η ανάκαμψη τους χωρίζει, οπότε το ερώτημα είναι ποιος θα αποχωρήσει από το καρτέλ, με τα Εμιράτα να είναι ίσως το πρώτο πιόνι που θα προκαλέσει το ντόμινο».

Πηγή: kathimerini.gr