Αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των βαθύπλουτων μεταναστών

Μεγαλώνει διαρκώς ο αριθμός των βαθύπλουτων που εγκαταλείπουν τις χώρες τους και αποφασίζουν να εγκατασταθούν σε άλλη χώρα ή σπεύδουν να αποκτήσουν την υπηκοότητα και το διαβατήριο άλλης χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών New World Wealth, που έχει έδρα στο Γιοχάνεσμπουργκ, στη διάρκεια του περασμένου έτους περίπου 108.000 βαθύπλουτοι διέσχισαν τα σύνορα των χωρών τους και εγκαταστάθηκαν σε άλλη χώρα. Καταγράφεται έτσι αύξηση 14% σε σύγκριση με τον αριθμό όσων έκαναν το ίδιο το 2017, αλλά το σημαντικότερο είναι πως ο αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο του 2013. Η Κίνα και η Ρωσία είναι οι χώρες που καταγράφουν την πλέον μαζική φυγή πλουσίων από το έδαφός τους, τους οποίους προσελκύουν περισσότερο η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς.

Συχνά, αιτία αυτής της ιδιότυπης και αυξανόμενης μετανάστευσης δεν είναι άλλη από τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί τα τελευταία χρόνια με στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής, καθώς οι κάτοχοι πολύ μεγάλου πλούτου προσπαθούν να ξεφύγουν από την «τσιμπίδα» των φορολογικών αρχών. Εχει προηγηθεί το 2017 η συμφωνία στους κόλπους του ΟΟΣΑ που δεσμεύει τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών-μελών του διεθνούς οργανισμού να ενημερώνουν τις φορολογικές αρχές των υπόλοιπων κρατών γύρω από τους τραπεζικούς λογαριασμούς αλλοδαπών. Στην εν λόγω συμφωνία έχουν προσχωρήσει οι αρμόδιοι φορείς τουλάχιστον 100 χωρών θέτοντας, έτσι, προηγούμενο και για πολλές άλλες χώρες.

Η νέα φορολογική πραγματικότητα αντανακλάται εμφανώς στον αυξανόμενο αριθμό των πλουσίων που επιδιώκουν ένα διαφορετικό καθεστώς ώστε να αποφύγουν τη βαριά φορολόγηση. Εξίσου ισχυροί παράγοντες είναι σε ορισμένες περιπτώσεις και οι συγκρούσεις πολιτικής ή θρησκευτικής φύσης αφού οι βαθύπλουτοι έχουν τη δυνατότητα να φύγουν οι ίδιοι το συντομότερο, αλλά και να φυγαδεύσουν τα πλούτη τους. Οπως τονίζει η New World Wealth, η Αυστραλία είναι πρώτη στις προτιμήσεις των βαθύπλουτων.

Η Αυστραλία θεωρείται ασφαλής προορισμός χωρίς εγγενείς συγκρούσεις και δεν επιβάλλει φόρους κληρονομιάς, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τους βαθύπλουτους που συχνά έχουν κληρονομήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας τους. Η οικονομία της, άλλωστε, έχει στενούς επιχειρηματικούς δεσμούς με την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, ενώ αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς, έχει βγει αλώβητη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και δεν έχει γνωρίσει ύφεση τα τελευταία 27 χρόνια. Εξίσου δημοφιλής προορισμός είναι, βέβαια, και οι ΗΠΑ, με τη Νέα Υόρκη, το Λος Αντζελες, το Μαϊάμι και το Σαν Φρανσίσκο να έχουν προσελκύσει τους περισσότερους βαθύπλουτους μετανάστες.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Κίνα, τα τελευταία χρόνια διεξάγει πραγματική εκστρατεία κατά της διαφθοράς ενώ παράλληλα έχει θέσει περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, με αποτέλεσμα πολλοί βαθύπλουτοι Κινέζοι να έχουν προβλήματα με τις Αρχές. Αρκετοί από αυτούς έχουν επιλέξει να φύγουν από τη χώρα και να βρουν έτσι, άλλους τρόπους για να μεταφέρουν τα πλούτη τους στο εξωτερικό. Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι οι βαθύπλουτοι Κινέζοι που μεταναστεύουν σε ανεπτυγμένες χώρες προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης στα παιδιά τους. Στελέχη της New World Wealth τόνισαν, πάντως, πως η φυγή των βαθύπλουτων δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας για την οικονομία της, καθώς τόσο στη δεύτερη οικονομία του κόσμου όσο και στην Ινδία αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των βαθύπλουτων.

Η κατάσταση είναι, αντιθέτως, ανησυχητική για τη Ρωσία, καθώς την εγκατέλειψαν πέρυσι περίπου 7.000 βαθύπλουτοι εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων που της έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Εξίσου μαζική ήταν η φυγή των βαθύπλουτων από την Τουρκία, που στη διάρκεια του 2018 έχασε 4.000 δισεκατομμυριούχους εν μέσω οικονομικής κρίσης, αυξανόμενου αυταρχισμού της κυβέρνησης Ερντογάν, αλλά και διπλωματικής κρίσης με τις ΗΠΑ. Ειδική περίπτωση αποτελεί η Βρετανία για λόγους σε μεγάλο βαθμό ευνόητους. Η ανησυχία για τα παρεπόμενα του Brexit αλλά και ο φόβος της φορολογίας «έδιωξαν» από τη Γηραιά Αλβιώνα περίπου 3.000 βαθύπλουτους στη διάρκεια του περασμένου έτους.

Πηγή: Kathimerini.gr