Γνωρίζετε ότι…

• Ενας δικτυακός ιστότοπος δεν συνιστά καθορισμένο τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας που να μπορεί να αποτελέσει μόνιμη εγκατάσταση. Για την υπαγωγή των επιχειρηματικών κερδών της αλλοδαπής εταιρείας σε ελληνικό φόρο, απαιτείται αυτά να έχουν προκύψει από μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διατάξεις της σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας Ελλάδος – Ηνωμένου Βασιλείου και τα ερμηνευτικά σχόλια του ΟΟΣΑ. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι ένας server (διακομιστής) λόγω του ότι έχει υλική υπόσταση και φυσική τοποθεσία μπορεί δυνητικά να αποτελέσει μόνιμη εγκατάσταση επιχείρησης. Αντιθέτως, στην περίπτωση του δικτυακού ιστότοπου, ο οποίος δεν συνιστά ενσώματο αντικείμενο, δεν υφίσταται καθορισμένος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας που να μπορεί να αποτελέσει μόνιμη εγκατάσταση. Δεν υφίσταται μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα της αλλοδαπής εταιρείας που παρείχε υπηρεσίες τυχερών παιγνίων μέσω Διαδικτύου και άρα η εταιρεία δεν είχε ούτε υποχρέωση τήρησης βιβλίων και στοιχείων για τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα (ΔεφΑθ 145/2021).

• Δεν αποδεικνύεται άτυπη δωρεά χρημάτων με μόνη την πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού ενός προσώπου με αντίστοιχη χρέωση του ατομικού λογαριασμού άλλου προσώπου. Εφόσον η ελεγκτική αρχή, η οποία φέρει το βάρος της απόδειξης, δεν απέδειξε ότι η μεταφορά του εν λόγω χρηματικού ποσού έγινε από χαριστική αιτία (animus donandi) αλλά στηρίχθηκε για τον καταλογισμό του φόρου στη στιγμιαία και βραχυχρόνια επαύξηση της περιουσίας της προσφεύγουσας. Δεν συντρέχει «αληθής» απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, καθώς η μεταφορά του χρηματικού ποσού έγινε για την εκπλήρωση οικογενειακών υποχρεώσεων (πληρωμή φόρων της θυγατέρας). Εντύπωση προκαλεί πως αιτία του ελέγχου αποτέλεσε η έρευνα κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών της προσφεύγουσας, από την ανάλυση των οποίων πρόκυπτε παροχή χρηματικού ποσού μικρότερου των 5.000 ευρώ (ΔΕΔ Θεσσ/νίκης 738/2020).

• H αποφυγή της διπλής φορολόγησης του εισοδήματος της αλλοδαπής διά της μεθόδου της συνήθους πίστωσης του φόρου αλλοδαπής δεν μπορεί να καταλήγει σε επιστροφή από την ελληνική φορολογική διοίκηση του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή. Σύμφωνα με το ΣτΕ, είναι σύμφωνη με τον νόμο η πρόβλεψη περί έκπτωσης του φόρου αλλοδαπής μετά την έκπτωση τυχόν παρακρατούμενου και προκαταβληθέντος φόρου. Ο μηχανισμός έκπτωσης του φόρου αλλοδαπής επαφίεται στην ευχέρεια της εθνικής νομοθεσίας και πρακτικής, και δεν επιτάσσει την κατά προτεραιότητα αφαίρεση του φόρου αλλοδαπής. Αν αυτό γινόταν δεκτό, θα οδηγούσε το ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην επιχείρηση τον φόρο αλλοδαπής που αυτή πλήρωσε στο κράτος όπου προέκυψε το εισόδημα. Η ερμηνεία δόθηκε επί του προϊσχύοντος ν. 2238/1994, η ρύθμιση όμως που ερμηνεύθηκε είναι παρόμοια και σήμερα (ΣτΕ 650/2020).

• Για την αναβολή φορολόγησης της υπεραξίας που προκύπτει κατά τη συγχώνευση επιχειρήσεων τίθεται ως προϋπόθεση η εμφάνισή της σε ειδικό λογαριασμό. Πρόσφατα, το ΣτΕ έκρινε ότι η εμφάνιση σε ειδικό λογαριασμό της υπεραξίας που προκύπτει κατά τη συγχώνευση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972 δηλώνει τη βούληση της συγχωνεύουσας ή της νέας εταιρείας να χρησιμοποιήσει το ευεργέτημα της αναστολής φορολόγησης, ενώ παράλληλα ενημερώνεται τόσο η φορολογική αρχή όσο και το συναλλακτικό κοινό για την παρακολούθηση της εν λόγω αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που θα επηρεάζει την καθαρή θέση της εταιρείας κατά τον χρόνο της λύσης της. Στο πλαίσιο αυτό, το ΣτΕ αναίρεσε τη σχετική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία υποστήριζε ότι η μη εμφάνιση της υπεραξίας σε ειδικό λογαριασμό δεν επηρεάζει τη δυνατότητα αναστολής φορολόγησής της παρά μόνον ενδεχομένως να επισύρει πρόστιμα λόγω παράβασης των διατάξεων του προϊσχύσαντος Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΣτΕ 1147/2020).

• Σε περίπτωση εκποίησης ακινήτου που περιήλθε στην επιχείρηση λόγω συγχώνευσης, το προϊόν θα πρέπει να παρακολουθείται σε ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό εσόδων. Κατά τη συγχώνευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972, προβλέπεται απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων εάν τα εισφερθέντα ακίνητα χρησιμοποιηθούν από την απορροφούσα εταιρεία για την κάλυψη των αναγκών της για πέντε έτη. Περαιτέρω, επιτρέπεται η εκποίηση των εισφερθέντων ακινήτων μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το προϊόν της εκποίησης χρησιμοποιηθεί εντός δύο ετών, μεταξύ άλλων, για την αγορά νέου ακινήτου τουλάχιστον ίσης αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ΣτΕ έκρινε ότι το προϊόν της εν λόγω εκποίησης θα πρέπει να παρακολουθείται αυτοτελώς λογιστικά, όχι δηλαδή μαζί με τα λοιπά έκτακτα έσοδα από εκποίηση παγίων, αλλά σε ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό εσόδων από την εκποίηση εισφερθέντων ακινήτων, που αντικρίζει αντίστοιχο ειδικό αποθεματικό, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου (ΣτΕ 1614/2020).

Πηγή: Grant Thornton/kathimerini.gr