Δικαίωμα επιστροφής εισφορών επικουρικής στους ασφαλισμένους

Τις «εισφορές τους πίσω» θα μπορούν να πάρουν οι νέοι ασφαλισμένοι που θα ενταχθούν στο νέο κεφαλαιοποιητικό ταμείο επικουρικής ασφάλισης το οποίο προωθεί η κυβέρνηση, μέσω της επικείμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Εκτός από την κρατική εγγύηση, σε περίπτωση αρνητικών αποδόσεων, ώστε ο ασφαλισμένος να εξασφαλίσει κατά τη συνταξιοδότησή του σύνταξη που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην πραγματική αξία των εισφορών που έχει καταβάλει στο νέο Ταμείο, θα προβλέπεται και η επιστροφή εισφορών, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν πληροί τη βασική προϋπόθεση για τη λήψη σύνταξης με το ισχύον σύστημα, δηλαδή τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης. Το σχέδιο νόμου για το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης είναι έτοιμο και περιμένει τη σειρά του για να τεθεί, αμέσως μετά την ψήφιση του εργασιακού, σε δημόσια διαβούλευση και να πάρει τον δρόμο προς τη Βουλή.

Ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, έχει ήδη ολοκληρώσει τον πυρήνα αλλά και τις βασικές λεπτομέρειες λειτουργίας του νέου Επικουρικού Ταμείου, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έτοιμες είναι και οι 3 μελέτες (αναλογιστική, μακροοικονομική και μελέτη βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους) που θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.

Κι όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», με το νέο σύστημα, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του ασφαλισμένου, κατοχυρώνεται το δικαίωμα επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών. Πρόκειται για μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το ισχύον σύστημα που ορίζει ότι εισφορές οι οποίες έχουν νομίμως καταβληθεί δεν επιστρέφονται, εάν ο ασφαλισμένος δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, ήτοι τη συμπλήρωση τουλάχιστον 15 ετών ασφάλισης.

Μιλώντας στην «Κ» ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, επισημαίνει ότι η αλλαγή στον τρόπο χρηματοδότησης των επικουρικών συντάξεων ουδόλως επηρεάζει τις παροχές. Οι παροχές που θα απονέμονται στο πλαίσιο του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης καλύπτουν τους κοινωνικοασφαλιστικούς κινδύνους του γήρατος, της αναπηρίας και του θανάτου. «Μάλιστα, όχι μόνο δεν υπολείπονται των παροχών όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος αλλά, αντιθέτως, υπερέχουν αυτών. Η σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ των καταβληθεισών εισφορών και των θεσπιζόμενων παροχών είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη», επισημαίνει ο υφυπουργός.

Για να συμπληρώσει ότι «με το νέο σύστημα ουσιαστικά πραγματοποιείται η πάγια απαίτηση των ασφαλισμένων που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση, ότι δηλαδή “θέλουν τις εισφορές τους πίσω”, καθώς η απονεμόμενη σύνταξη είναι αποτέλεσμα του συνόλου των εισφορών και των αποδόσεων που προκύπτουν κατά την επένδυσή τους».  Επιπλέον, επισημαίνει ο κ. Τσακλόγλου, με το νέο σύστημα, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του ασφαλισμένου, κατοχυρώνεται το δικαίωμα επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών. «Ετσι, η ρύθμιση διαφοροποιείται και είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με τα ισχύοντα τόσο στην κύρια όσο και στη διανεμητική επικουρική ασφάλιση», τονίζει.
Στο νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης προβλέπεται επίσης ότι το κράτος εγγυάται στους ασφαλισμένους του νέου Ταμείου ότι θα απονέμεται επικουρική σύνταξη τουλάχιστον ίση με αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλαν, δηλαδή εγγυάται μη αρνητικές αποδόσεις σε πραγματικούς όρους (λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση του πληθωρισμού). Επομένως, υπογραμμίζει ο κ. Τσακλόγλου, «στις διακυμάνσεις της αγοράς υπόκεινται μόνο οι αποδόσεις, και όχι το καταβληθέν κεφάλαιο, περιορίζοντας την έκθεση των ασφαλισμένων στον επενδυτικό κίνδυνο».
Να σημειωθεί ότι το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης δεν διαφοροποιείται σε σχέση με το ισχύον διανεμητικό αναφορικά με το ύψος των εισφορών. Για τους μισθωτούς ανέρχονται μέχρι 31.5.2022 σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών των εργαζομένων και στη συνέχεια τα ποσοστά αυτά μειώνονται σε 3% για καθέναν από τους ανωτέρω. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους διατηρούνται οι υφιστάμενες τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες (κλάσεις), εκ των οποίων ενδεικτικά η πρώτη αντιστοιχεί σε μηνιαία εισφορά ύψους 42 ευρώ μέχρι 31.5.2022 και 39 ευρώ εφεξής.

Και αναγνώριση χρόνου

Επίσης, όπως σημειώνει στην «Κ» ο κ. Τσακλόγλου, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από το νέο Ταμείο ταυτίζονται με αυτές του ισχύοντος συστήματος. Ειδικότερα, για την απονομή σύνταξης γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση 15 ετών στην ασφάλιση του Ταμείου είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικά με χρόνο που έχει διανυθεί σε άλλον φορέα επικουρικής ασφάλισης, καθώς και η έκδοση της σχετικής απόφασης συνταξιοδότησης από τον e-ΕΦΚΑ. Μάλιστα, για τη διευκόλυνση των ασφαλισμένων που έχουν διανύσει χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον 12 ετών στο Ταμείο, προβλέφθηκε, επιπλέον, η δυνατότητα αναγνώρισης του υπολειπόμενου μέχρι τη δεκαπενταετία χρόνου με την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών, προκειμένου να μην αποστερηθούν του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη γήρατος.

Για την επικουρική σύνταξη αναπηρίας προϋπόθεση αποτελεί η επέλευση του συγκεκριμένου κινδύνου και η απονομή για την ίδια αιτία σύνταξης από τον φορέα κύριας ασφάλισης.

Τέλος, σύνταξη λόγω θανάτου ενεργού ασφαλισμένου ή συνταξιούχου απονέμεται στα δικαιοδόχα πρόσωπα με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ισχύουν και σήμερα. Προβλέπεται βέβαια μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με την υφιστάμενη επικουρική ασφάλιση, καθώς στις περιπτώσεις αναπηρίας και χηρείας, που το σύνολο των εισφορών του ασφαλισμένου και των αποδόσεών τους είναι χαμηλό, το κράτος εγγυάται παροχή επικουρικής σύνταξης που αντιστοιχεί στο ισοδύναμο εισφορών δεκαπενταετίας ανειδίκευτου εργάτη.

Ιδιαίτερα ικανοποιητικές αποδόσεις παρουσιάζουν σε βάθος χρόνου, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα ώριμα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Σύμφωνα, δε, με τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί το υπουργείο Εργασίας, και αναμένεται να αποτελέσουν βασικό επιχείρημα στις αναμενόμενες αντιδράσεις όσων θεωρούν ότι το ρίσκο της αγοράς αποτελεί –μαζί με το κόστος μετάβασης– τον βασικό λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να εφαρμοστεί στη χώρα μας το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ο κίνδυνος της αγοράς είναι μικρότερος από ό,τι συχνά αναφέρεται στον δημόσιο διάλογο. Εκτιμάται δε, ότι πιθανότατα δεν θα υπάρξει ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η κρατική εγγύηση. Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, τέσσερις παράγοντες επηρεάζουν τις αποδόσεις  των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων που παρουσιάζουν διακυμάνσεις και ανησυχούν τους ειδικούς: ο μεγάλος χρονικός ορίζοντας, η διαφοροποίηση του κινδύνου των επενδύσεων, η επαγγελματική διαχείριση και η εφαρμογή κανόνων καλής διακυβέρνησης οδηγούν στα παραπάνω αποτελέσματα.

Στο οπλοστάσιο της επιχειρηματολογίας του υπουργείο Εργασίας βρίσκονται, μάλιστα, οι αποδόσεις που έχουν επιτύχει στη χώρα μας δύο οργανισμοί που ιδρύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για να παρέχουν επαγγελματική διαχείριση στα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων – η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών και η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ. Και οι δύο, παρά τη μεγάλη έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα τα οποία «κουρεύτηκαν» το 2012 και παρά τις ακραίες διακυμάνσεις του ελληνικού Χρηματιστηρίου, είχαν την περίοδο 2003-2020 πολύ καλές αποδόσεις. Για παράδειγμα, το Αμοιβαίο Κεφάλαιο (Α/Κ) Μεικτό Εσωτερικού της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών και το «Κοινό Κεφάλαιο» της ΕΔΕΚΤ, οι τοποθετήσεις των οποίων μοιάζουν σε κάποιο βαθμό με τις τοποθετήσεις του νέου επικουρικού Ταμείου, είχαν μέσες ετήσιες πραγματικές αποδόσεις 3,7% και 2,9% ετησίως (δηλαδή, σωρευτικές αποδόσεις 93% και 67%, αντιστοίχως).

Το σουηδικό μοντέλο

Βάσει του σχεδιασμού, το νέο επικουρικό θα οργανωθεί στα πρότυπα του αντίστοιχου σουηδικού δημόσιου κεφαλαιοποιητικού Ταμείου (AP7). Στη Σουηδία από το 1995 λειτουργούν παράλληλα δύο δημόσια συστήματα ασφάλισης: Οι κύριες συντάξεις απονέμονται με σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, όπως το σύστημα της επικουρικής που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα, ενώ το ΑΡ7 είναι παρόμοιο με το σύστημα της επικουρικής που σχεδιάζει η κυβέρνηση. Κατά το διάστημα 1995-2019 οι μέσες ετήσιες πραγματικές αποδόσεις της νοητής κεφαλαιοποίησης ήταν 1,7%, ενώ αυτές του ΑΡ7 4,2%. Ως αποτέλεσμα, οι διαφορές στις πραγματικές σωρευτικές αποδόσεις είναι τεράστιες –52% έναντι 180%– και διευρύνονται σε βάθος χρόνου.

Οσο για τη λειτουργία της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, θα τη διαχειρίζεται ένα νέο, δημόσιο Ταμείο, το οποίο θα έχει τη μορφή ΝΠΔΔ και θα υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες καλής διακυβέρνησης, με κύρια χαρακτηριστικά την ενίσχυση των μηχανισμών διαφάνειας και λογοδοσίας. Η χρηστή διακυβέρνηση του Ταμείου, σύμφωνα με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνο Τσακλόγλου, θα διασφαλίζεται  από τον καινοτόμο τρόπο επιλογής των οργάνων διοίκησής του, δηλαδή του διοικητικού του συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου, τα οποία δεν θα έχουν τον παραδοσιακό ρόλο που απαντάται συνήθως στα ΝΠΔΔ. Μέχρι την επίτευξη της πλήρους λειτουργικότητας του Ταμείου, επιχειρησιακές λειτουργίες όπως προεχόντως η επενδυτική λειτουργία, θα ασκούνται από δημόσια νομικά πρόσωπα, όπως η ΕΔΕΚΤ Α.Ε.

Πηγή: kathimerini.gr