Δύο πρωτοπόροι της πράσινης ενέργειας

Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας της Ευρώπης Enel και Iberdrola είχαν προβλέψει τη μετάβαση της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια πριν από δεκαετίες, τότε, μάλιστα, που οι άλλοι όμιλοι του κλάδου επέκριναν το υψηλό κόστος παραγωγής από τον άνεμο και τον ήλιο – και οι τελευταίοι προσκολλήθηκαν στον γαιάνθρακα και στον «μαύρο χρυσό». Χάρις σε εκείνες τις πρώιμες επιλογές τους για την αγορά δικτύων ηλεκτροδότησης και την κατασκευή εγκαταστάσεων για την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, σήμερα οι Enel και Iberdrola συγκαταλέγονται ανάμεσα σε μια χούφτα παγκόσμιων εταιρειών πράσινης ενέργειας που ανταγωνίζονται τους μεγάλους πετρελαϊκούς ομίλους για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλούς ρύπους. Οι ευρωπαϊκοί γίγαντες, όπως η BP, η Royal Dutch Shell και η Total, έχουν ολοένα και περισσότερο επικεντρωθεί στην ηλεκτροδότηση, θα καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες για να απομονώσουν μερίδιο αγοράς από παρόχους όπως οι Enel και Iberdrola, που έχουν εδραιώσει την παρουσία τους εδώ και χρόνια, στοιχηματίζοντας πως η αποτυχία των ορυκτών καυσίμων ήταν αναπόφευκτη. «Η ενεργειακή μετάβαση ήταν μέρος της ζωής μου», δήλωσε στο Ρόιτερς ο διευθύνων σύμβουλος της Enel, Φρανσέσκο Σταράτσε. «Δεν υπήρχε καμία στιγμή επιφοίτησης για εμάς – απλώς παραδεχθήκαμε πως το ζήτημα των ορυκτών καυσίμων είναι πολύ ανόητο και δεν θα συνεχιστεί επί μακρόν».

Η μετατροπή των εταιρειών σε δύο παγκοσμίου βεληνεκούς εργοστάσια παραγωγής καθαρής ενέργειας συνέβαλε στη διόγκωση των κερδών τους, «γεννώντας» ρευστό και μερίσματα παρά την πανδημία του κορωνοϊού. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι μετοχές τους εκτινάχθηκαν στα ύψη, διότι οι διεθνείς επενδυτές μετατοπίστηκαν από τις πετρελαϊκές προς όσες επιχειρήσεις είχαν το υπόβαθρο και τις ικανότητες να οδηγήσουν τον κλάδο στην εποχή της πράσινης ενέργειας. Οι Enel και Iberdrola έχουν υποδομές για παραγωγή ενέργειας σε βασικές αγορές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Λατινική Αμερική, και τώρα στοχεύουν να εξασφαλίσουν την προμήθεια συνολικά 215 γιγαβάτ από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030. Και αυτό σημαίνει πως θα μπορούσαν επαρκώς να τροφοδοτήσουν περίπου 150 εκατομμύρια ευρωπαϊκά νοικοκυριά, βάσει εκτιμήσεων από την εταιρεία συμβούλων Wood Mackenzie. Αλλες κορυφαίες πράσινες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας είναι ο αμερικανικός κολοσσός αιολικής και ηλιακής ενέργειας NextEra Energy, καθώς και το εξειδικευμένο αιολικό πάρκο της Δανίας Orsted.

Το σημείο καμπής για την Enel ήταν η δημιουργία της Enel Green Power (EGP) το 2008, αμέσως μετά την έναρξη της εξαγοράς της ισπανικής Endesa, ύψους 39 δισ. ευρώ, μιας συμφωνίας που ενίσχυσε την πρόσβασή της στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της Λατινικής Αμερικής. Ο Φρανσέσκο Σταράτσε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση του βραχίονα EGP ως μιας ανεξάρτητης και βιώσιμης εταιρείας, η οποία δεν βασίστηκε στα γενναιόδωρα κίνητρα που προσέφεραν τότε οι κυβερνήσεις για δραστηριότητες στην πράσινη οικονομία.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Iberdrola, Ιγνάθιο Γαλάν, είχε ακόμη πιο νωρίς απομακρυνθεί από τον γαιάνθρακα και το πετρέλαιο, και συγκεκριμένα το 2001, όταν ανέλαβε το πηδάλιο στη μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση της Ισπανίας. Αρχισε να κλείνει τους σταθμούς παραγωγής με συμβατικά καύσιμα, οπότε έως το 2012 είχε παροπλίσει την παραγωγή 3,2 γιγαβάτ, με τους δύο τελευταίους σταθμούς ορυκτών καυσίμων να διακόπτουν τη λειτουργία τους το 2020. Η Iberdrola αύξησε τις δαπάνες για την κατασκευή υποδομών ανανεώσιμης ενέργειας, κυρίως αιολικών πάρκων, στην Ισπανία σε πάνω από 1 δισ. ευρώ το 2004. Τέλος, κατά την εταιρεία συμβούλων Rystad Energy, έως το 2035 η Enel θα συνεχίσει να είναι ηγετική δύναμη, ακολουθούμενη από τις Iberdrola και NextEra.

Πηγή: kathimerini.gr