Η Γαλλία μπροστά από τη Γερμανία

Υστερα από δέκα χρόνια βαθιάς κρίσης στην ελληνική οικονομία, το μέγα ζητούμενο είναι να ξαναμπεί η Ελλάδα στον χάρτη του διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος, με δεδομένο ότι σήμερα είναι παντελώς απούσα. Χωρίς την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδύσεων και την ενεργοποίηση εν συνεχεία εγχώριων επενδυτικών κεφαλαίων, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η ελληνική οικονομία θα είναι σχεδόν αδύνατον να ανακάμψει ουσιαστικά, να γίνει ανταγωνιστικότερη και να περάσει σε νέο κύκλο βιώσιμης ανάπτυξης για την αύξηση των εισοδημάτων και των θέσεων απασχόλησης. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον, και η πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Υπό το πρίσμα αυτό, τα ταξίδια του πρωθυπουργού στο Παρίσι και στο Βερολίνο ήταν εκ των πραγμάτων οι πρώτες επιβεβλημένες κινήσεις για να μπορέσει η Ελλάδα να επουλώσει σταδιακά τα τραύματα αξιοπιστίας και να αλλάξει το αφήγημα για την οικονομική προοπτική του τόπου, μπαίνοντας πάλι στον χάρτη των επενδυτικών ευκαιριών. Στη βάση των συναντήσεων που είχε με τον Εμανουέλ Μακρόν και την Αγκελα Μέρκελ, έγινε φανερό ότι το κύριο πολιτικό μέλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των ισχυρότερων εταίρων της Ευρώπης προς τη χώρα μας. Ηταν, κατά κάποιο τρόπο, μια άτυπη εθνική επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει, αλλά και των δυνατοτήτων που μπορεί να ξεδιπλώσει η Ελλάδα, ακολουθώντας με συνεπεία πλέον την πολιτική των μεταρρυθμίσεων, της εξυγίανσης και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, πλήρως εναρμονισμένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ανεξαρτήτως των σημαντικών θεμάτων που περιελάμβανε η ατζέντα των συζητήσεων, είτε μιλάμε για την ενεργειακή πολιτική και την κλιματική αλλαγή είτε για το μεταναστευτικό και την αναπροσαρμογή των στόχων του δημοσιονομικού μας προγράμματος, το μείζον κατά βάση ζήτημα ήταν η δημιουργία ενός σταθερού κλίματος εμπιστοσύνης που είχε εντελώς χαθεί, και αυτό το ζητούμενο ήταν αναμφισβήτητα η στρατηγική επιδίωξη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ευρώπη. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό περιβάλλον και στις προοπτικές μιας οικονομίας αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των επενδύσεων.

Παράλληλα όμως, η μετάβαση του πρωθυπουργού σε Παρίσι και Βερολίνο στη συγκεκριμένη ευρωπαϊκή συγκυρία, προσεγγίζοντας από μια άλλη γωνία τα πράγματα, αποκτά επιπλέον ξεχωριστή σημασία για το μέλλον. Αυτή της γόνιμης παρουσίας στα κέντρα αποφάσεων, την ώρα που επαναδιατυπώνονται φρέσκα σχέδια στην Ευρώπη και αλλάζουν, σε σημαντικό βαθμό, οι εσωτερικές ισορροπίες διακυβέρνησης. Την ώρα συγκεκριμένα που, από τη μια πλευρά, ο Μακρόν και η Γαλλία επιζητούν έναν δυναμικό ρόλο με αυξημένη επιρροή στην εξέλιξη των ευρωπαϊκών υποθέσεων και, από την άλλη, η Γερμανία ανησυχεί και προβληματίζεται για το πώς θα διατηρήσει τα σκήπτρα της Ευρώπης, κατά τη νέα περίοδο, η οποία διανοίγεται χωρίς την πολυνίκη καγκελάριο Μέρκελ και με μια οικονομία που διαπερνά το κατώφλι της ύφεσης.

Η πρώτη ανάγνωση δείχνει ότι η Γαλλία έχει αρχίσει να παίρνει πράγματι κεφάλι, μετατοπίζοντας το βάρος μεταξύ των ισχυρότερων εταίρων στον περίφημο γαλλο-γερμανικό άξονα. Η νέα πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με τις ενισχυμένες ευρωπαϊκές αντιλήψεις, δεν είναι τυχαίο ότι ήταν εντέλει πρόταση του Εμανουέλ Μακρόν. Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι στον Γάλλο πρόεδρο πιστώνεται και η επιλογή του Βέλγου Σαρλ Μισέλ για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ εξάλλου, η οποία θα αναλάβει πρόεδρος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και θα διαδραματίσει κατά γενική εκτίμηση καθοριστικό ρόλο στην προοπτική της ενοποίησης, συμπληρωματικά στα σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν λειτουργεί. Η Γαλλία ξανά στο προσκήνιο! Διεκδικώντας ρόλο σημαντικού παίκτη στη υπερεθνική σκακιέρα. Αυτό δείχνουν άλλωστε και οι σκληρές αντιπαραθέσεις του Μακρόν με τον Τράμπ για τον εμπορικό πόλεμο και την κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ θετικό συνεπώς ότι ο Μητσοτάκης ξαναβάζει στο παιχνίδι τη χώρα, τη στιγμή που ανακατεύεται ξανά στην Ευρώπη η τράπουλα.

Πηγή: kathimerini.gr