Καθυστερεί η αναδιάρθρωση των χρεωμένων επιχειρήσεων

Με αργά βήματα συνεχίζεται η εξυγίανση των επιχειρήσεων που βαρύνει ο υπερδανεισμός. Το αίσιο κλείσιμο της υπόθεσης των ιχθυοκαλλιεργειών («Σελόντα», «Νηρέας») δεν βοήθησε τα πράγματα στο εξής να κινηθούν ταχύτερα. Ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Οι ενδιαφερόμενοι, παρότι είναι πολλοί, διστάζουν –απ’ ό,τι φαίνεται– να τοποθετήσουν κεφάλαια στις ελληνικές επιχειρήσεις, διαιωνίζοντας την αναγκαία αναδιάρθρωσή τους.

Οι συζητήσεις για την αναδιάρθρωση του δανεισμού εταιρειών όπως η Forthnet, η «Αλουμύλ» και η ΜIG έχουν ξεκινήσει εδώ και μεγάλο διάστημα. Εκτότε όμως γίνονται μικρά βήματα, καθώς, όπως αναφέρουν πολύ καλά ενημερωμένες πηγές, οι τράπεζες διστάζουν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση. Και η μεγάλη απόφαση σχετίζεται με το «βαθύ κούρεμα» των δανείων που επιθυμούν οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές, είτε αυτοί έχουν χρηματοοικονομικό είτε στρατηγικό χαρακτήρα για την προς πώληση επιχείρηση.

Το δεύτερο και πολύ σημαντικό στοιχείο που προβληματίζει τους εμπλεκομένους είναι το ύψος των μετρητών που απαιτείται από την πλευρά του επενδυτή για να αποδώσει η επένδυση.

Στην περίπτωση των «Σελόντα» και «Νηρέα», ο επενδυτής (Αmerra) διέθεσε μόλις 30 εκατ. ευρώ για την απόκτηση των μετοχών και τη μερική μείωση του δανεισμού των δύο επιχειρήσεων, ενώ ακόμα δεν έχει ανακοινωθεί το ποσό που θα διαθέσει ως κεφάλαιο κίνησης στην επιχείρηση.

«Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο τριβής που καθιστά δύσκολη την υλοποίηση των σχετικών συμφωνιών», παραδέχεται καλά ενημερωμένη πηγή. O ίδιος επισημαίνει ότι οι επενδυτές που είναι πραγματικά διατεθειμένοι να διαθέσουν κεφάλαια σε ελληνικές επιχειρήσεις, παρά τη βελτίωση του μακροοικονομικού κλίματος στη χώρα μας, είναι πάρα πολύ λίγοι.

Κρίσιμο στοιχείο, πάντως, σε αυτήν τη διαδικασία παραμένει η κεφαλαιοποίηση χρεών από τις τράπεζες. Στελέχη που εμπλέκονται στη διαδικασία αναφέρουν ότι όπου έχουν κεφαλαιοποιηθεί χρέη επιχειρήσεων, οι διαδικασίες επιταχύνονται. Αυτό έδειξε η περίπτωση των «Σελόντα» – «Νηρέα» και το ίδιο επιβεβαιώνει έως έναν βαθμό η υπόθεση της Forthnet. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τη Notoscom, όπου πλέον οι τράπεζες ελέγχουν πάνω από το 50% των μετοχών της επιχείρησης.

«Οπου οι τράπεζες αποκτούν μετοχές, μπορεί η διαδικασία να μην κινείται αστραπιαία, αλλά στο τέλος οι συμφωνίες αρχίζουν να υλοποιούνται», λέει έμπειρο στέλεχος της αγοράς.

Ο ίδιος εξηγεί ότι στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις εξαλείφεται ο παράγων πρόκλησης τριβών για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Αυτός είναι ότι οι μέτοχοι ή/και η διοίκηση της επιχείρησης, δηλαδή όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία, θέτουν όρους και προϋποθέσεις κατά κύριο λόγο όσον αφορά τη δική τους αποζημίωση.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της «Aλουμύλ», της Εuromedica, της «Βαρβέρης» κ.ά. Δεν ισχύει στην περίπτωση της Forthnet και της MIG, όπου οι τράπεζες αποτελούν τους βασικούς μετόχους των επιχειρήσεων, και πλέον όποιος επιθυμεί να τις ελέγξει, θα πρέπει να συνδιαλλαγεί μόνο με τον κάτοχο αυτών των μετοχών.

Τρεις εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις αναχρηματοδότησης

Κάθε επιχείρηση με καθαρές τραπεζικές οφειλές που αντιστοιχούν σε περισσότερο από 7 έως 8 φορές τα λειτουργικά κέρδη της (EBITDA) είναι προβληματική. Παρότι οι εξαιρέσεις δεν αποκλείονται, εντούτοις στις ώριμες βιομηχανίες και αγορές σπανίως μια ελληνική επιχείρηση θα αποτιμηθεί περισσότερο από οκτώ φορές τα λειτουργικά της κέρδη (EBITDA). Η αξιολόγηση αφορά τα προσαρμοσμένα λειτουργικά κέρδη, εξαιρουμένου δηλαδή των έκτακτων χρεώσεων και εσόδων που μπορεί να έχει μία επιχείρηση σε μια συγκεκριμένη χρονιά.

Πριν από λίγες ημέρες, η Druckfarben κατάφερε και πήρε ανάσα, αναχρηματοδοτώντας το ομολογιακό δάνειό της ύψους 21 εκατ. ευρώ. Το νέο δάνειο που συμφώνησε με την Alpha Bank της παρέχει ανάσα ζωής για πέντε χρόνια, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα της βιωσιμότητας. Η εταιρεία, έχοντας για το 2017 προσαρμοσμένα κέρδη EBITDA ύψους 2,3 εκατ. ευρώ, έχει λόγο καθαρού δανεισμού προς λειτουργικά κέρδη EBITDA 13. Με άλλα λόγια, ο δανεισμός της είναι τουλάχιστον 50% υψηλότερος του κανονικού.

Η πιο δύσκολη περίπτωση, ωστόσο, είναι αυτή της Euromedica. Εχοντας παρουσιάσει στα τέλη του 2016 δάνεια που αντιστοιχούν σε 21,5 φορές τα προσαρμοσμένα κέρδη EBITDA, φαίνεται ότι η διάσωση της επιχείρησης είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Η εταιρεία δεν έχει παρουσιάσει ακόμα τα αποτελέσματα του 2017 και γι’ αυτόν τον λόγο διεκόπη η διαπραγμάτευσή της στο Χ.Α. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της επιχείρησης, ο ορκωτός ελεγκτής αρνήθηκε να πραγματοποιήσει τον απαραίτητο έλεγχο και να εκδώσει το σχετικό παραστατικό, λόγω οφειλών της Euromedica προς την επιχείρησή του.

Σχετικά δύσκολη περίπτωση είναι κι εκείνη της MIG, παρόλο που η εταιρεία πρόσφατα είχε τρεις σημαντικές επιτυχίες. Κατ’ αρχάς, τους τελευταίους 12 μήνες προχώρησε σε αναδιάρθρωση δανεισμού συνολικού ύψους 870 εκατ. ευρώ, παρέχοντάς της ανάσα στις αποπληρωμές τόκων και κεφαλαίου. Από αυτά, τα 554 εκατ. ευρώ αφορούσαν τη μητρική εταιρεία MIG και τα υπόλοιπα 318 εκατ. ευρώ τη θυγατρική τoυ ομίλου MIG, Vivartia. Τέλος, η επενδυτική εταιρεία βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης του νοσοκομείου «Υγεία», με επιδιωκόμενο έσοδο ύψους άνω των 200 εκατ.ευρώ. Aν αυτό επιτευχθεί, το προϊόν της πώλησης αναμένεται να διατεθεί στη μείωση του υπέρογκου δανεισμού που ξεπερνάει το 1,5 δισ. ευρώ.

Με βάση την πώληση του 70% των μετοχών του «Υγεία», η αξία του συνόλου της επιχείρησης ανέρχεται σε περίπου 290 εκατ. ευρώ ή 8,6 φορές τα κέρδη EBITDA. Τα λειτουργικά κέρδη του νοσοκομείου για το 2017 διαμορφώθηκαν σε 33,5 εκατ. ευρώ.

Πηγή: kathimerini.gr