Κινεζικοί κολοσσοί αντιμετωπίζουν κίνδυνο διαγραφής από τη Wall Street

Τον κίνδυνο της διαγραφής τους από το αμερικανικό χρηματιστήριο αντιμετωπίζουν κινεζικοί κολοσσοί όπως η εταιρεία τηλεπικοινωνιών China Telecom και η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba. Μετά νόμο που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων, για την εισαγωγή τους στο αμερικανικό χρηματιστήριο οι κινεζικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπόκεινται σε ενδελεχή έλεγχο των αμερικανικών αρχών.

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Κογκρέσου, ζητούμενο είναι να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή τους με τα αμερικανικά λογιστικά πρότυπα. Ο νέος νόμος, όμως, καλεί όλες τις ξένες επιχειρήσεις να ενημερώσουν διεξοδικά σχετικά με οποιουσδήποτε δεσμούς διατηρούν με ξένες κυβερνήσεις και ειδικότερα με τις κινεζικές αρχές. Αν δεν παράσχουν τη σχετική ενημέρωση, προβλέπει τη διαγραφή τους από τα αμερικανικά χρηματιστήρια μετά τρία χρόνια.

Η Γερουσία έχει ψηφίσει τον σχετικό νόμο από τον Μάιο, ενώ τον Αύγουστο η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνέστησε τον αποκλεισμό όσων κινεζικών επιχειρήσεων δεν συμμορφώνονται με τις αμερικανικές προδιαγραφές.

Πρόκειται για μία ακόμη προσπάθεια των ΗΠΑ και μάλιστα με διακομματική συναίνεση για την επιβολή αυστηρότερης και σκληρότερης γραμμής προς την Κίνα. Η κίνηση θα κλιμακώσει αναμφίβολα την ένταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, καθώς πάγια τακτική των κινεζικών επιχειρήσεων είναι να ανθίστανται σθεναρά σε οποιονδήποτε έλεγχο από τις Αρχές άλλης χώρας, επικαλούμενες ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Υφίσταται, άλλωστε, σχετική απαγόρευση από πλευράς του Πεκίνου. Εν ολίγοις το Πεκίνο και μαζί του οι επιχειρήσεις της Κίνας χρησιμοποιούν το ίδιο ακριβώς επιχείρημα που έχει επικαλεστεί η κυβέρνηση Τραμπ σε πολλά από τα επεισόδια του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, με χαρακτηριστικότερο όλων το εμπάργκο στον κινεζικό κολοσσό εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών Huawei.

Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των New York Times, πολιτικοί και τα δύο κόμματα του αμερικανικού Κογκρέσου έχουν επανειλημμένως επικρίνει την έλλειψη διαφάνειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κίνας και έχουν προειδοποιήσει πως ενδέχεται να εγκυμονεί κινδύνους για τους Αμερικανούς επενδυτές. Μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων οι κολοσσοί Baidu, China Mobile, PetroChina και SMIC δεν πληρούν τις προδιαγραφές που ορίζει το αμερικανικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Οπως σχολίασε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Κένεντι που προώθησε το σχετικό νομοσχέδιο στη Γερουσία, η αμερικανική πολιτική επέτρεψε στην Κίνα «να παραβιάσει τους κανόνες τους οποίους τηρούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις».

Μιλώντας, άλλωστε, στους Financial Times, ο Τζέι Κλέιτον, πρόεδρος της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δήλωσε «ικανοποιημένος που το Κογκρέσο έδρασε με διακομματική συναίνεση, καθαρίζοντας το πεδίο για οποιονδήποτε θέλει να μπει στις αγορές μας». Προέβλεψε μάλιστα πως η απόφαση του Κογκρέσου σε συνδυασμό με τις κινήσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «θα ανοίξουν τον δρόμο ώστε να διευθετηθούν μακροχρόνια θέματα προς όφελος των Αμερικανών επενδυτών». Μιλώντας στην ίδια εφημερίδα ο Κρις Ιακοβέλα, διευθύνων σύμβουλος της Ενωσης Αμερικανικών Χρηματιστηριακών, τόνισε πως «εδώ και υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η ηγεσία της Κίνας έχει εκμεταλλευθεί τους Αμερικανούς επενδυτές και έχει χρηματοδοτήσει τον κυβερνοστρατό της, την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών μέσω της τεχνολογίας, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταστροφή του περιβάλλοντος».

Από κινεζικής πλευράς, λίγο πριν από τη σχετική ψηφοφορία, η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Χούα Τσάνινγκ, δήλωσε πως με τη νέα νομοθεσία οι ΗΠΑ «υιοθέτησαν μια πολιτική διακρίσεων κατά των κινεζικών επιχειρήσεων». Προκειμένου μάλιστα για τη λύση του προβλήματος, πρότεινε ως «σωστό δρόμο να ενισχύσουν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές τη συνεργασία τους σε θέμα ρυθμίσεων με έναν έντιμο και ανοικτό τρόπο». Πηγές προσκείμενες στο οικονομικό επιτελείο του Πεκίνου, τόνισαν στους ΝΥΤ πως η κινεζική ηγεσία δυσφορεί πάρα πολύ με αυτή τη στάση της υπερδύναμης στο θέμα.