Οι κροίσοι πληρώνουν «ψίχουλα» σε φόρους

Κάποιοι από αυτούς έχουν τόσα χρήματα ώστε μπροστά στις δραστηριότητές τους ωχριούν οι συνήθεις ενδείξεις χλιδής όπως οι θαλαμηγοί και τα ιδιωτικά αεροσκάφη.

Ο πλούτος τους φτάνει σε τέτοια ιλιγγιώδη ύψη ώστε να διοργανώνουν ιδιωτικά ταξίδια στο Διάστημα. Εχουν αρκετά δισ. δολάρια για να διακινδυνεύουν μερικά εκατομμύρια τοποθετώντας τα σε κρυπτονομίσματα. Αλλά και να ανεβοκατεβάζουν οι ίδιοι την αξία των επενδύσεών τους με δηλώσεις και μηνύματα στο Τwitter, που οδηγούν στην καταστροφή όσους μικροεπενδυτές τούς εμπιστεύτηκαν.

Ή ακόμη και να οδηγούν σε πτώση της μετοχής της ίδιας της εταιρείας τους εκφράζοντας δημοσίως την εκτίμηση πως είναι υπερτιμημένη. Ο πλούτος τους αυξάνεται διαρκώς και αυξήθηκε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της πανδημίας και του ολέθρου που αυτή προκάλεσε στην παγκόσμια οικονομία, όταν 150 εκατ. άνθρωποι κατέβηκαν την κοινωνική κλίμακα, μερικά εκατ. από αυτούς διολίσθησαν σε βαθύτατη ένδεια και οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να επωμισθούν δυσβάσταχτα χρέη για να στηρίξουν τις οικονομίες τους και τις κοινωνίες τους.

Οι επιχειρήσεις πολλών από αυτούς ευνοήθηκαν τα μέγιστα από την πανδημία, καθώς οι υπηρεσίες τους εξυπηρετούν την τηλεργασία ή προσφέρουν ηλεκτρονικό εμπόριο.

Γι’ αυτό και αθροιστικά οι περιουσίες των 500 πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο αυξήθηκαν κατά 40% από την αρχή της πανδημίας έως σήμερα και ανέρχεται πλέον στο διαστημικό ποσό των 8,4 τρισ. δολαρίων.

Είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο όπως ο Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής και επικεφαλής του κολοσσού της Amazon, ο Ελον Μασκ, ιδρυτής και επικεφαλής της αυτοκινητοβιομηχανίας ηλεκτροκίνητων Tesla, οι μεγαλοεπενδυτές Γουόρεν Μπάφετ και Τζορτζ Σόρος και πολλοί άλλοι, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο γνωστοί στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Και όμως, δεν καταβάλλουν παρά ελάχιστους φόρους, σκανδαλωδώς χαμηλούς σε σύγκριση με τα δυσθεώρητα πλούτη τους, ενίοτε και μηδενικούς. Εχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν κάθε είδους σύμβουλο που θα εντοπίσει τα «παραθυράκια» της αμερικανικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας πολλών άλλων χωρών και θα τους βοηθήσει να αποφύγουν τους φόρους.

Και όχι μόνο με την παράνομη φοροδιαφυγή, ιστορίες της οποίας έχουν κατακλύσει τα διεθνή ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια με τα ηχηρά σκάνδαλα των Panama Papers, της λίστας Φαλτσιάνι, που στην Ελλάδα μετονομάστηκε σε λίστα Λαγκάρντ, αλλά και εκθέσεις της Oxfam και διαφόρων οργανώσεων για τη δίκαιη φορολογία και πολλές, πολλές άλλες κατά το μάλλον ή ήττον ηχηρές ιστορίες.

Το καταφέρνουν συνήθως με νομιμοφανείς τρόπους, που θα χρειαζόταν ολόκληρη ομάδα εξειδικευμένων στελεχών των αμερικανικών φορολογικών αρχών για να τους ανιχνεύσει.

Και το χειρότερο είναι ότι συχνά το καταφέρνουν και με εντελώς νόμιμους τρόπους. Καταφέρνουν, άλλωστε, να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους. Σύμφωνα με σχετική μελέτη των αμερικανικών φορολογικών αρχών που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Μαρτίου, το πλουσιότερο 1% των αμερικανικών νοικοκυριών αποκρύπτει περίπου το 21% των εσόδων του κατά μέσον όρο με τακτικές που «δεν περνάνε κάτω από τα ραντάρ» ενός συνήθους ελέγχου. Το αντίστοιχο ποσοστό είναι διπλάσιο όταν πρόκειται για το πλουσιότερο 0,1% των αμερικανικών νοικοκυριών.

Στη διάρκεια της εβδομάδας προστέθηκε στη σωρεία των σχετικών αποκαλύψεων μία ακόμη έκθεση ομάδας δημοσιογράφων, της ProPublica, που φέρει τους 25 πλουσιότερους Αμερικανούς να έχουν καταβάλει αθροιστικά μόλις 13,6 δισ. δολάρια φόρους στη διάρκεια της πενταετίας 2014 έως και 2018, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο αθροιστικός τους πλούτος αυξήθηκε κατά 401 δισ. δολάρια.

Αυτό σημαίνει πως οι φόροι που κατέβαλαν ισοδυναμούν με έναν πραγματικό φορολογικό συντελεστή μόλις 3,4%.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, αντιθέτως, ένα μέσο αμερικανικό νοικοκυριό με ετήσιο εισόδημα της τάξης των 70.000 δολαρίων φορολογείτο με συντελεστή 14% ενώ τα ζευγάρια με ετήσια εισοδήματα άνω των 628.300 δολαρίων φορολογούνταν με 37%.

Στην έκθεσή της η ProPublica σκιαγραφεί ορισμένες από τις μεθόδους που μετέρχονται οι βαθύπλουτοι για να ελαχιστοποιήσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση, εκμεταλλευόμενοι κάθε «παραθυράκι» της νομοθεσίας. Μεταξύ άλλων, αναφέρει την τακτική τους να δανείζονται τεράστια ποσά με ενέχυρο μετοχές.

Οπως τονίζει, τα δάνεια αυτά δεν φορολογούνται και οι τόκοι που καταβάλλουν για την αποπληρωμή τους εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα. Ετσι οι αμερικανικές φορολογικές αρχές, γνωστές με τα αρχικά IRS, υπολογίζουν ότι το συνολικό κόστος της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής για το αμερικανικό κράτος έφτασε την τελευταία δεκαετία τα 3,09 τρισ. δολάρια. Είναι η χαίνουσα πληγή της αμερικανικής οικονομίας και πολλών άλλων οικονομιών και έχει προκαλέσει την αντίδραση της συχνά συντηρητικής κοινής γνώμης των ΗΠΑ, μια μερίδα της οποίας διατηρούσε μέχρι προσφάτως μια προκατάληψη κατά της αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας.

Οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ για το θέμα πληθαίνουν, με μία από τις πλέον πρόσφατες, τη δημοσκόπηση των ABC News Washington Post, να φέρει το 58% των ερωτηθέντων υπέρ της αύξησης των φόρων στις πλούσιους και στις επιχειρήσεις τους. Στοχεύοντας σε μια γενικότερη φορολογική μεταρρύθμιση και στην άντληση πόρων για τα κοινωνικά του προγράμματα, ο Αμερικανός πρόεδρος σχεδιάζει να αυξήσει στο 43%, από το υφιστάμενο μόλις 20% στους φόρους στις αποδόσεις κεφαλαίου, στα κέρδη από πωλήσεις μετοχών, ομολόγων και ακινήτων. Μέχρι στιγμής, πάντως, τα σχέδιά του έχουν λειτουργήσει σαν προειδοποίηση προς τους κροίσους, πολλοί από τους οποίους έσπευσαν να πουλήσουν μετοχές τους για να αποφύγουν τους φόρους του Δημοκρατικού προέδρου. Από την αρχή του έτους και μέχρι τα μέσα Μαΐου, ιδρυτές και υψηλόβαθμα στελέχη αμερικανικών κολοσσών πούλησαν μετοχές αξίας 24,4 δισ. δολαρίων αντλώντας, βέβαια, δυσθεώρητα κέρδη μετά τους 14 συναπτούς μήνες συνεχούς ανόδου των μετοχών τους.

Η θέση

Διατυπώνοντας προσφάτως τη θέση του όσον αφορά τη φορολόγηση των πλουσίων, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τόνισε ενώπιον του Κογκρέσου πως «μπορεί να γίνει κανείς δισεκατομμυριούχος ή εκατομμυριούχος, αλλά πρέπει να καταβάλλει τους θεμιτούς φόρους που του αναλογούν».

Χειραγώγηση

Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις σχετικά με τους βα-θύπλουτους Αμερικανούς, η Δημοκρατική γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν επισήμανε ότι το φορολογικό σύστημα των ΗΠΑ «γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης από τους βαθύπλουτους που είναι εισοδηματίες και τα έσοδά τους προέρχονται από τον πλούτο τους».

Το πρόσχημα

Ο μεγαλοεπενδυτής, επιχειρηματίας και ιδρυτής της Icahn Enterprises, Καρλ Ικάν, υποστήριξε πως «εφόσον ονομάζεται φόρος εισοδήματος, σημαίνει ότι είτε είσαι φτωχός, είτε είσαι πλούσιος, είτε είσαι η Apple, αν δεν έχεις εισόδημα τότε δεν πληρώνεις φόρους».

Ο «κανόνας» «αγοράζω, δανείζομαι, πεθαίνω» για να αποφεύγουν τη φορολόγηση

του Του David Leonhardt/The New York Times

Είναι ένα πρόβλημα διαχρονικό στην αμερικανική ιστορία και αφορά το πόσους φόρους πρέπει να πληρώνουν οι πλούσιοι. Την εποχή της αποικιοκρατίας, μερικές βόρειες πολιτείες φορολογούσαν τους πλούσιους περισσότερο από όσο στην Ευρώπη και η Μασαχουσέτη ήταν η πιο ακραία περίπτωση, καθώς επέβαλε έναν φόρο στον πλούτο που κάλυπτε τη γη, τα χρήματα, τα κοσμήματα και πολλά άλλα. Στον Νότο, αντιθέτως, διατηρούσαν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και αναποτελεσματικό τον μηχανισμό συγκέντρωσης των φορολογικών εσόδων προκειμένου να μην υπονομεύσουν οι φόροι τη δουλεία, μειώνοντας τον πλούτο όσων είχαν σκλάβους στην κατοχή τους.

Μετά την ενοποίηση και την ίδρυση της χώρας, οι οπαδοί της χαμηλής φορολογίας κυριάρχησαν σε γενικές γραμμές μέχρι τον 20ό αιώνα, οπότε η διεύρυνση της ανισότητας, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η Μεγάλη Υφεση οδήγησαν την Ουάσιγκτον να θεσπίσει το πιο προοδευτικό φορολογικό σύστημα στον κόσμο. Στη συνέχεια η χώρα διολίσθησε στην πρότερη κατάσταση και τις τελευταίες δεκαετίες οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές μειώθηκαν σημαντικά. Και τώρα οι αποκαλύψεις του ειδησεογραφικού οργανισμού ProPublica το καθιστούν σαφές: οι πλούσιοι πληρώνουν εντυπωσιακά χαμηλούς φόρους.

Για να δούμε ένα παράδειγμα, ο πλούτος του Μπέζος αυξήθηκε κατά 120 δισ. δολάρια στο διάστημα από το 2006 έως το 2018 και οι φόροι που κατέβαλε στο ομοσπονδιακό κράτος το ίδιο χρονικό διάστημα δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόλις το 1,09% του πρόσθετου αυτού πλούτου. Η κατάσταση για ένα μέσο νοικοκυριό ήταν ριζικά διαφορετική, καθώς κατέβαλε φόρους ισοδύναμους με περισσότερο από το 100% της όποιας αύξησης σημείωσε ο πλούτος του.

Ενας από τους κυριότερους λόγους που οι πλούσιοι μπορούν να αποφεύγουν τους φόρους στις ΗΠΑ είναι ότι το αμερικανικό σύστημα φορολογεί μόνο τον λεγόμενο παραχθέντα πλούτο, όπως είναι δηλαδή οι μισθοί και οι πωλήσεις μετοχών. Οι πλούσιοι, όμως, συχνά ζουν με τον μη παραχθέντα πλούτο τους υπό τη μορφή  μετοχών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των οποίων η αξία αυξάνεται προϊόντος του χρόνου.

Οι πλούσιοι δανείζονται με ενέχυρο αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για να πληρώνουν τις κατοικίες τους, τα ιδιόκτητα νησιά τους και τα ιδιωτικά αεροσκάφη και στη συνέχεια μετέρχονται μιας μεγάλης ποικιλίας από στρατηγικές για να αποφύγουν την καταβολή φόρων ή την αποπληρωμή των χρεών τους. Μία από αυτές τις στρατηγικές είναι να αναβάλουν την αποπληρωμή των δανείων τους για μετά τον θάνατο, η στρατηγική που ο Εντουαρντ ΜακΚάφρεϊ, ειδικός επί φορολογικών θεμάτων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει ονομάσει «αγοράζω, δανείζομαι, πεθαίνω». Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ ΜακΚλίλαντ του Κέντρου Φορολογικής Πολιτικής, αυτή είναι και η μεγαλύτερη αποκάλυψη που έφερε στο φως η έκθεση της ProPublica.

Στο μεταξύ, οι πλούσιοι έχουν συχνά τη δυνατότητα να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα το φορολογητέο εισόδημά τους. Το 2011, για παράδειγμα, ο Μπέζος ανέφερε τόσο χαμηλά εισοδήματα ώστε νομιμοποιούσαν το αίτημά του, το οποίο και υπέβαλε, για επιστροφή φόρου ύψους 4.000 δολαρίων λόγω τέκνων. Τόσο το 2016 όσο και το 2017 ο Καρλ Ικάν, ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής και προεδρεύων της ομώνυμης επιχείρησης, δεν κατέβαλε καθόλου φόρους στο αμερικανικό κράτος. Η φοροαποφυγή των πλουσίων με νόμιμους τρόπους έχει αυξηθεί τα τελευταία 50 χρόνια και σήμερα είναι πολύ πιο διαδεδομένη για πολλούς λόγους.

Πρώτα απ’ όλα έχει διευρυνθεί η ανισότητα και αυτό σημαίνει πως οι πλούσιοι έχουν περισσότερο πλούτο να προστατεύσουν. Επιπλέον έχουν μειωθεί σημαντικά οι φορολογικοί συντελεστές. Οπως είπε ο Οουεν Ζίνταρ, οικονομολόγος του Πρίνστον, «είναι εκπληκτικό πώς από το 1997 και μετά έχουμε μειώσει τόσο τους φόρους στα μερίσματα, τους φόρους ακίνητης περιουσίας, τους φόρους στις αποδόσεις κεφαλαίου και τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή».

Ο ίδιος τονίζει πως «όλες αυτές οι κινήσεις ευνόησαν όσους βρίσκονται στην υψηλότερη θέση ως προς την κατανομή του πλούτου». Υπήρξε, άλλωστε, σημαντική η μείωση του εταιρικού φόρου που ισοδυναμεί με φοροαπαλλαγή για τους μετόχους. Κάποιες φορές ακούγεται η κυνική άποψη ότι είναι ανώφελο να αυξήσει το κράτος τους φορολογικούς συντελεστές στους πλούσιους, καθώς αυτοί θα έχουν πάντα τη δυνατότητα να τους αποφεύγουν, όσους κι αν επιβάλλει η κυβέρνηση. Η Ιστορία, όμως, δείχνει άλλα. Ισως δεν μπορεί να αποφευχθεί πλήρως η φοροαποφυγή, αλλά η κυβέρνηση όταν το προσπάθησε κατάφερε να αυξήσει τους φόρους και να τους εισπράξει.

Στη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960 οι πλουσιότεροι Αμερικανοί κατέβαλαν φόρους πάνω από το 50% του εισοδήματός τους.

Σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό είναι σαφώς κάτω του 30%. Σύμφωνα με τον Γκάμπριελ Ζάκμαν του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι για να αντιστραφεί η μείωση των φόρων που καταβάλλουν οι πλούσιοι.

Ο ένας είναι να επιβληθεί άμεσος φόρος επί του πλούτου, όπως αυτός που προτείνουν οι γερουσιαστές Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν.

Ο δεύτερος είναι να φορολογηθεί ο μη παραχθείς πλούτος, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία αυξάνεται, όπως έχει προτείνει ο γερουσιαστής Ρον Γουάιντεν του Ορεγκον. Και τρίτο είναι να αυξηθούν οι εταιρικοί φόροι, αυτό δηλαδή που προωθεί ο πρόεδρος Μπάιντεν. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες άλλες ηπιότερες προτάσεις, όπως ένας μεγαλύτερος φόρος στα ακίνητα. Οπως τονίζει ο κ. Ζάκμαν, οι κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν πόσο θα φορολογήσουν ή δεν θα φορολογήσουν τους πλούσιους. «Για τους δισεκατομμυριούχους», προσθέτει ο ίδιος, «ο φόρος εισοδήματος στο αμερικανικό κράτος, ο κεντρικός πυλώνας του αμερικανικού φορολογικού συστήματος, έχει εξελιχθεί σε εθελοντικό φόρο».

Πηγή: kathimerini.gr