Οι ξένοι οίκοι για τα stress tests των ελληνικών τραπεζών

«Credit negative” για τους ομολογιούχους χαρακτηρίζει η Moody’s τις κεφαλαιακές ανάγκες ύψους 14,4 δισ. ευρώ των ελληνικών τραπεζών εξαιτίας του κινδύνου bail in που αυτές φέρουν.

Σημειώνεται ότι τα stress tests της ΕΚΤ που ανακοινώθηκαν το Σάββατο έδειξαν πως οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αντλήσουν κεφάλαια ύψους 14,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους ως αποτέλεσμα των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί φέτος λόγω των πολιτικών εξελίξεων.

«Θεωρούμε πως η ικανότητα των τραπεζών να αντλήσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το εν λόγω ποσό από τους ιδιώτες επενδυτές, είναι περιορισμένη”, αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεσή της η Moody’s, ενώ προσθέτει πως «Ως εκ τούτου  η χρήση πόρων του δημοσίου αλλά και το επακόλουθο bail in των ομολογιούχων είναι πιθανό”.

Όπως αναφέρει ο οίκος, η αξιολόγηση της ΕΚΤ περιλάμβανε μια λεπτομερή επιθεώρηση των χαρτοφυλακίου δανείων και stress tests χρησιμοποιώντας ένα βασικό και ένα δυσμενές σενάριο για την ελληνική οικονομία ώστε να εκτιμηθούν οι πιστωτικές απώλειες έως το 2017. Υπό το βασικό σενάριο, τα stress tests έδειξαν κεφαλαιακές ανάγες 4,4 δις. ευρώ για τις 4 συστημικές τράπεζες, ενώ το δυσμενές σενάριο ανέβασε τον λογαριασμό των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών στα 14,4 δισ. ευρώ.

Την ίδια ημέρα, το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε τον σχετικό νόμο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που θα εφαρμοστεί  μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και περιγράφει το πλαίσιο για τη νέα ένεση ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Με βάση αυτό, αρχικά οι τράπεζες θα απευθυνθούν στους ιδιώτες επενδυτές για την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών τους και στη συνέχεια το ΤΧΣ θα κληθεί να καλύψει τις εναπομείνασες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να τις καλύψουν πλήρως από τις αγορές, γεγονός που θα ενεργοποιήσει το εργαλείο του bail in για τους ομολογιούχους.  Σε αυτή την περίπτωση, το ΤΧΣ θα κάνει χρήση των 25 δις. ευρώ από το τρίτο  πακέτο διάσωσης της Ελλάδας ύψους 86 δις. ευρώ για να συμμετέχει στο συνδυασμό νέων μετοχών και μετατρέψιμων ομολογιών που θα εκδώσουν οι τράπεζες.

Σημειώνεται ότι και οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες χαίρουν της πιστοληπτικής βαθμίδας Caa3 με αρνητικό outlook από τον διεθνή οίκο.

Goldman Sachs: Χωρίς έκπληξη οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών

Δεν αποτελούν έκπληξη, για την Goldman Sachs, οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών όπως προέκυψαν μετά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης αυτών από την ΕΚΤ το Σαββατοκύριακο.
Η Goldman Sachs σε ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία επισημαίνει πως το ποσό των 4,4 δισ. ευρώ (στο βασικό σενάριο) και τα 14,4 δισ. ευρώ (στο δυσμενές σενάριο), δεν αποτελούν έκπληξη αλλά ίσως αποτελέσουν μια πρόκληση για (ορισμένες) τράπεζες.

Το μέγεθος των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών (14,4 δισ. ευρώ) είναι σε γενικές γραμμές στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο των εκτιμήσεων της GS (13,2 δισ. ευρώ). Είναι επίσης αντίστοιχη με τις εκτιμήσεις όπως περιγράφονται στα δημοσιεύματα του Τύπου. Το ελάχιστο ποσό ανακεφαλαιοποίησης για τον ιδιωτικό τομέα (4,4 δισ. ευρώ) κυμαίνεται μεταξύ των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από την αγορά στις δύο προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις (περίπου 3 δισ. ευρώ το 2013 και 8 δισ. ευρώ το 2014), έναντι της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς, στα 4,9 δισ. ευρώ. Οι ανακοινωθείσες LMEs (liability management exercises) του ιδιωτικού κλάδου, μπορεί να αποφέρουν ελάφρυνση χρέους μέχρι και 1-2 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία για την ανακεφαλαιοποίηση, οι ελληνικές τράπεζες υποχρεούνται να αντλήσουν τουλάχιστον τα κεφάλαια που απαιτεί το βασικό σενάριο (4,4 δισ. ευρώ), προκειμένου να αποφύγουν την εξυγίανση. Το υπόλοιπο ποσό (μέχρι τα 10 δισ. ευρώ) θα μπορούσε να καλυφθεί με δημόσια κεφάλαια (ΤΧΣ) μέσω ενός συνδυασμού κοινών μετοχών και CoCos (25% και 75% αντίστοιχα).

Όπως επισημαίνει η Goldman Sachs, οι νέοι κανόνες δίνουν στην κυβέρνηση μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια για να επιβάλει ζημιές στους ιδιώτες πιστωτές και να ενισχύσει την θέση του ΤΧΣ. Το (θεσμικό) πλαίσιο επιτρέπει ένα επιλεκτικό bail-in για τους πιστωτές, ακόμη και στην περίπτωση που διοχετευθούν δημόσια κεφάλαια σε προληπτική βάση (δυσμενής περίπτωση) και αφήνει το ΤΧΣ με πλήρη δικαιώματα ψήφου και αυξημένες εξουσίες διακυβέρνησης (π.χ. δικαίωμα να ορίσει ένα μέλος του συμβουλίου με πρόσθετες εξουσίες εποπτείας).

JP Morgan: Καλύτερα των εκτιμήσεων τα αποτελέσματα αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών

Καλύτερα των εκτιμήσεων της JP Morgan ήταν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, σύμφωνα με ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία, στην οποία επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα ήταν συνολικά θετικά για τον κλάδο.

Οι συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες εκτιμώνται τώρα στα 9,2 δισ. ευρώ, 2 δισ. ευρώ χαμηλότερα έναντι των 11,1 δισ. ευρώ της εκτίμησης πριν από την αξιολόγηση. Αυτό αντιπροσωπεύει 1,8 δισ. ευρώ για την Alpha Bank (έναντι 1,6 δισ. ευρώ που ήταν η εκτίμηση), 1,2 δισ. ευρώ για την Eurobank (2,8 δισ.), 4 δισ. ευρώ για την Πειραιώς (5,9 δισ. ευρώ) και 2,1 δισ. ευρώ για την Εθνική (0,9 δισ. ευρώ). Οι πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες λαμβάνουν υπόψη τις αναμενόμενες ενέργειες μείωσης των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων LME 1,6 δισ. ευρώ και πωλήσεις assets που δεν ανήκουν στον βασικό κορμό των δραστηριοτήτων, ύψους 3,6 δισ. ευρώ.

Οι κεφαλαιακές ανάγκες των τεσσάρων τραπεζών ήταν χαμηλότερες των εκτιμήσεων της JP Morgan. Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο, το δυσμενές σενάριο περιλαμβάνει πλήρη απομείωση των μετοχών του κλάδου και ανακεφαλαιοποίηση στο 8%. «Θεωρούμε ότι αυτή η υπόθεση είναι συντηρητική, και ως εκ τούτου κρίνουμε αυτό το test αξιόπιστο».

Με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετοχών, οι P/NAV αποτιμήσεις θα ήταν περίπου 0,4x για την Alpha, 0,4x για την Eurobank, 0,6x για την Πειραιώς και 0,7x για την Εθνική Τράπεζα, και αποτελεί 20%-60% discount με τον μέσο όρο του 1,1x για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Όπως επισημαίνει η JP Morgan, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν χρησιμοποιήσει 37 δισ. ευρώ  για την ενίσχυση των κεφαλαίων τους από το 2013: 5,8 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 9,4 δισ. ευρώ η Eurobank, 6,8 δισ. ευρώ η Πειραιώς και 12,3 δισ. ευρώ η ΕΤΕ, εξαιρουμένων 15 δισ. ευρώ για τις τράπεζες που εξυγιάνθηκαν. Συμπεριλαμβανομένων και των εκτιμώμενων αναγκών ύψους 9,2 δισ. ευρώ, το ποσό ανέρχεται στα 60 δισ. ευρώ, που είναι αντίστοιχο του 33% του ελληνικού ΑΕΠ του 2014, των 187 δισ. ευρώ.

Credit Suisse: Καλύτερα των εκτιμήσεων τα αποτελέσματα για τις τράπεζες

Η Credit Suisse σε ανάλυσή της για τις ελληνικές τράπεζες, τονίζει πως ναι μεν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης ήταν καλύτερα των εκτιμήσεων, συνεχίζουν να χρειάζονται περισσότερα για να φύγει η αβεβαιότητα.

Συγκεκριμένα, τονίζει πως είναι πιθανό οι τέσσερις τράπεζες να προσπαθήσουν να καλύψουν ένα μέρος του απαιτούμενου κεφαλαίου με άντληση κεφαλαίων από ιδιώτες και ένα τμήμα με non dilutive εργαλεία του ΤΧΣ. Οι πωλήσεις assets μπορεί να είναι επίσης δυνατές. Δεδομένου ότι το εύρος της διάθεσης των ιδιωτικών επενδυτών είναι ασαφές, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για την κεφαλαιακή δομή.

Επίσης, η Credit Suisse τονίζει ότι για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι συνολικές προβλέψεις ανήλθαν σε 4,4 δισ. ευρώ από τα 9,2 δισ. ευρώ της προσαρμογής της αξιολόγησης. Το μεγαλύτερο μερίδιο από τα 4,4 δισ. ευρώ (3,1 δισ. ευρώ), οφείλεται στην επανεκτίμηση των προβλέψεων που απαιτούνται για το οικιστικό real estate, όπου υπάρχει ένα σιωπηρό «κούρεμα» στα collateral, 25%. Εκτός αυτού, το collateral επαναξιολογήθηκε προς τα κάτω κατά 2,6 δισ. ευρώ, στη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης του πιστωτικού προφίλ. «Θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στα επίπεδα πρόβλεψης».

Η προσαρμογή με βάση το AQR που απαιτείται από την ΕΚΤ, θα οδηγήσει την ΝΡΕ κάλυψη στο 49,6% στις 15 Ιουνίου (από το 44,3%). Η ΕΚΤ ελπίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει το συντομότερο δυνατό, αν και δεν έχει ανακοινωθεί συγκεκριμένη προθεσμία.

Επίσης, η Credit Suisse επισημαίνει ότι ενώ η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τα capital controls και την εξέλιξη των ΝΡΕ όπως έλαβε χώρα τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, «συνεχίζουμε να βλέπουμε ότι υπάρχει περιθώριο για επιδείνωση της κατάστασης σε περίπτωση που τα capital controls έχουν μια πιο αρνητική επίδραση στην εξέλιξη των ΝΡΕ από ό,τι προβλέπεται σήμερα.

Τονίζει ακόμη ότι «βλέπουμε μια αλλαγή για την καλύτερη απόδοση κεφαλαίων στην περίπτωση που οι ελληνικές τράπεζες εμφανίσουν επιδόσεις που είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένες με τις εκτιμήσεις μας παρά με εκείνες της ΕΚΤ, αν και επισημαίνουμε ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους διατρέχουν κίνδυνο περαιτέρω πιέσεων από τις αναδιαρθρώσεις».

Wood: Διαχειρίσιμα τα αποτελέσματα των ελληνικών stress tests

Διαχειρίσιμα και εντός των προσδοκιών ήταν τα αποτελέσματα των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με ανάλυση της Wood & Company.

Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία, «θεωρούμε ότι το πολύ χαμηλό βασικό σενάριο για την Alpha και την Eurobank είναι μια θετική έκπληξη, ενώ οι Εθνική και Πειραιώς βρίσκονται στο ανώτερο όριο των προσδοκιών. Η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης θα πρέπει να αποσαφηνιστεί αυτή την εβδομάδα και αναμένουμε ότι τα κεφαλαιακά ζητήματα θα ανακοινωθούν το συντομότερο δυνατό».

Τονίζει δε ότι τα stress test σύμφωνα με το βασικό σενάριο, έλαβαν υπόψη την επιδείνωση στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και την αρνητική επίδραση των capital controls. Ωστόσο, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, οι τράπεζες φαίνονται στο breakeven (ή ελαφρώς κερδοφόρες) από το 2016 και μετά, αν και με αδύναμη ROE.

Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, οι παράμετροι είναι πιο σκληροί, με τις εκτιμήσεις για το ΑΕΠ να κάνουν λόγο για -3,3%, -3,9% και +0,3% για το 2015, το 2016, και το 2017 αντιστοίχως. Ως αποτέλεσμα, οι απώλειες για τα δάνεια με βάση το δυσμενές σενάριο είναι κατά μέσο όρο 2x σε σχέση με αυτές που προβλέπονται στο βασικό σενάριο. Επιπλέον, το haircut στο ΡΡΙ υπερβαίνει το 50%, χάρη κυρίως στην μεγάλη πτώση των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω των χαμηλότερων περιθωρίων και του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης.

Τα stress tests αποκάλυψαν προσαρμογές 9,2 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού (4,4 από τα 9,2 δισ. ευρώ), αντανακλά τις συλλογικά αξιολογηθείσες προβλέψεις, που κατά κύριο λόγο αντιπροσωπεύουν επιπρόσθετες ειδικές διατάξεις για τους retail debtors.

Πηγή: capital.gr