Ρεκόρ πτωχεύσεων κινεζικών επιχειρήσεων έως τα τέλη του έτους

Η οικονομία της Κίνας επλήγη πρώτη από τον αντίκτυπο της πανδημίας και ανακάμπτει πρώτη. Στην αγορά της συμβαίνει, άλλωστε, κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στις οικονομίες της Δύσης: η πανδημία έστρεψε τους καταναλωτές στο ηλεκτρονικό εμπόριο δίνοντας ώθηση στις εταιρείες τεχνολογίας που σημειώνουν κέρδη-ρεκόρ.

Αν, όμως, η κινεζική οικονομία φαίνεται αρκετά ισχυρή ώστε οι Αρχές να ανακαλούν προσεκτικά τα έκτακτα μέτρα στήριξής της, δεν είναι αρκετά ισχυρή για να μπορέσει να σώσει τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Μερίδα διαχειριστών κεφαλαίων προεξοφλεί πως φέτος θα είναι περισσότερες από ποτέ οι κινεζικές επιχειρήσεις που δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν όσα ομόλογά τους λήγουν εντός του έτους.

Μετά ένα ήσυχο δεύτερο τρίμηνο, στη διάρκεια του οποίου οι κινεζικές επιχειρήσεις ήταν σχετικά προστατευμένες από τα έκτακτα μέτρα της κυβέρνησης, μέσα στο καλοκαίρι άρχισαν να αυξάνονται οι περιπτώσεις μη αποπληρωμής εταιρικών ομολόγων. Η πίεση στις κινεζικές επιχειρήσεις αναμένεται να ενταθεί καθώς μέχρι το τέλος του έτους λήγουν εταιρικά ομόλογα αξίας 3,65 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 529 δισ. δολ.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών της αγοράς, τις μεγαλύτερες πιέσεις αναμένεται να δεχθούν οι ιδιωτικές εταιρείες, κατασκευαστικές και εργολαβικές, με χαμηλή βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά και ορισμένα χρηματοδοτικά οχήματα των τοπικών αρχών. Οπως αναφέρει το Bloomberg, μόνον ο κλάδος των κινεζικών κατασκευαστικών πρέπει να αποπληρώσει φέτος ομόλογα ύψους 199,3 δισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 29 δισ. δολ., και άλλα 12,3 δισ. δολ. για ομόλογα που έχουν εκδώσει σε δολάρια.

Μονόδρομος

Ο Μπροκ Σίλβερς, επικεφαλής της μονάδας επενδύσεων στην Adamas Asset Management στο Χονγκ Κονγκ, επισημαίνει ότι «η κινεζική ηγεσία δεν διαθέτει ούτε τη δύναμη ούτε τη βούληση να αποτρέψει τις εξελίξεις αυτές», γι’ αυτό και προεξοφλεί ρεκόρ πτωχεύσεων. Πιθανολογεί εν ολίγοις ότι μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου θα έχουν λήξει χωρίς να αποπληρωθούν εταιρικά ομόλογα αξίας 72,2 δισ. γουάν, ποσό μεγαλύτερο των 10,5 δισ. δολ. Μέχρι στιγμής οι περιπτώσεις μη αποπληρωμής εταιρικών ομολόγων στο εγχώριο νόμισμα υπήρξαν εντυπωσιακά λίγες λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το πρώτο τρίμηνο η οικονομία της Κίνας γνώρισε τη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. Εν μέρει χάρη στα έκτακτα μέτρα της πολιτικής ηγεσίας που, μεταξύ άλλων, ενθάρρυνε τις κινεζικές τράπεζες να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις χρέους των επιχειρήσεων, οι περιπτώσεις μη αποπληρωμής εταιρικών ομολόγων μειώθηκαν κατά 17% στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Τελευταία, όμως, οι Αρχές δεν επιδεικνύουν εξίσου ισχυρό ενδιαφέρον καθώς η οικονομία ανακάμπτει και περιορίζεται ο κίνδυνος ενός ντόμινου πτωχεύσεων. Ηδη στη διάρκεια του Ιουλίου δεν αποπληρώθηκαν ομόλογα αξίας 10,4 δισεκατομμυρίων γιουάν, ποσό αντίστοιχο του 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, και κάτι ανάλογο συνέβη και τον Αύγουστο. Ανάμεσα στις εταιρείες που δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν τα ομόλογά τους ήταν και η Tahoe Group που κατασκευάζει ακίνητα πολυτελείας. Η τάση είναι, άλλωστε, ανησυχητική σε ό,τι αφορά τα ομόλογα που έχουν εκδώσει κινεζικές επιχειρήσεις σε δολάρια. Ηδη οι περιπτώσεις μη αποπληρωμής ομολόγων δολαρίου είναι κατά 55% περισσότερες από τις αντίστοιχες περιπτώσεις που κατεγράφησαν στο σύνολο του περασμένου έτους.

Ποιοι κερδίζουν

Την ίδια στιγμή, πάντως, οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου και οι κολοσσοί κατ’ οίκον παράδοσης φαγητού επωφελούνται τα μέγιστα. Οι κινεζικοί κολοσσοί του ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba, JD.com και Meituan  Dianping εμφανίζουν κέρδη-ρεκόρ, με την τελευταία εταιρεία να καταγράφει καθαρά κέρδη ύψους 319,5 εκατ. δολ., αυξημένα δηλαδή κατά 152% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba σημείωσε κέρδη ύψους 23 δισ. δολ., αυξημένα κατά 34% επίσης σε ετήσια βάση. Σε ό,τι αφορά την JD.com, που είναι και η μεγαλύτερη ανταγωνίστρια της Alibaba, τα καθαρά της έσοδα έφτασαν το δεύτερο τρίμηνο τα 2,32 δισ. δολ., καταγράφοντας αύξηση στο ασύλληπτο ποσοστό του 2.500% σε ετήσια βάση.

Πηγή: kathimerini.gr