Στη σκιά του κορωνοϊού η διεθνής οικονομία

Με νωπές ακόμη τις μνήμες από την τελευταία παγκόσμια κρίση και ανοικτές κάποιες από τις πληγές που αυτή άφησε σε τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η παγκόσμια οικονομία δέχεται νέο καίριο πλήγμα από τις σαρωτικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Η εντεινόμενη ανησυχία και η άγνοια για τη διάρκεια και την αντιμετώπισή της εξελίσσονται σε πολλαπλασιαστή των επιπτώσεων, καθώς όλο και περισσότερες χώρες μπαίνουν, ακόμη και προληπτικά, σε καραντίνα καταστέλλοντας την οικονομική δραστηριότητα. Κακός οιωνός η πτώση της Wall Street που πλέον θυμίζει το κραχ του 1987.

Στην εμπροσθοφυλακή της μάχης για τη θωράκιση των οικονομιών από τις επιπτώσεις της επιδημίας βρίσκονται για μια ακόμη φορά οι κεντρικές τράπεζες, ο ρόλος των οποίων αναδείχθηκε καίριος στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και τη συνεπακόλουθη ύφεση. Σπεύδουν, όχι τόσο συντονισμένα όσο την προηγούμενη φορά, να επιστρατεύσουν τα εργαλεία τους στην υπηρεσία των οικονομιών τους. Τα γνώριμα από τη χρηματοπιστωτική κρίση προγράμματα αγορών ομολόγων, τα φθηνά δάνεια στις τράπεζες, τα μειωμένα επιτόκια ενεργοποιούνται εκ νέου και μένει να φανεί πόσο μπορούν να επηρεάσουν αυτή τη φορά. Η λαίλαπα του κορωνοϊού ίσως θα είναι η δοκιμασία που θα αποδείξει σε ποιο βαθμό προφήτευαν σωστά οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί όταν προειδοποιούσαν πως η επόμενη κρίση θα βρει τις κεντρικές τράπεζες αποδυναμωμένες, σχεδόν ανήμπορες να δράσουν καταλυτικά. Και αυτό γιατί θα έχουν εξαντλήσει το οπλοστάσιό τους μετά μια δεκαετία άκρως αναπτυξιακής νομισματικής πολιτικής, ύστερα από χρόνια αρνητικών ή ιστορικά χαμηλών επιτοκίων και προγραμμάτων αγοράς ομολόγων.

Μια υποψία επιβεβαίωσης της δυσοίωνης πρόβλεψης δίνουν τις τελευταίες ημέρες οι αντιδράσεις των χρηματιστηρίων που καταρρέουν, ενώ προσπαθούν μάταια να τα συγκρατήσουν η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και τελευταία η ΕΚΤ. Τα γνώριμα πλέον εργαλεία της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως αποκαλούνται τα προγράμματα αγοράς ομολόγων, ενεργοποιούνται και πάλι, ενώ τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών είναι ακόμη «φουσκωμένα» από τους τίτλους που αγόρασαν στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης.

Ειδικότερα, η ΕΚΤ είχε ήδη ανακοινώσει νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων πολύ πριν εκδηλωθεί η επιδημία και συγκεκριμένα από το φθινόπωρο στην τελευταία συνεδρίαση του πρώην προέδρου της, Μάριο Ντράγκι. Είχε προφανώς καταγράψει την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και διέβλεψε τους κινδύνους. Δεν έχει βέβαια προβλέψει τον «μαύρο κύκνο», όπως χαρακτήρισε τον κορωνοϊό ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, και όπως αποκαλούν οι οικονομολόγοι τον αστάθμητο και απρόβλεπτο παράγοντα που μπορεί να επιφέρει ολέθριες ανατροπές.

Η ΕΚΤ ήταν η μόνη από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες που δεν επέσπευσε τις αποφάσεις της αλλά τήρησε στάση αναμονής μέχρι την τακτική και προγραμματισμένη συνεδρίασή της. Ετσι, την περασμένη Πέμπτη  ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις αγορές ομολόγων κατά 120 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους και θα διασφαλίσει επαρκή ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης. Θα χορηγήσει δηλαδή στις ευρωπαϊκές τράπεζες νέα φθηνά δάνεια με επιτόκιο -0,75% που είναι χαμηλότερο από το βασικό της επιτόκιο. Σχεδόν ταυτόχρονα η εποπτική αρχή τραπεζών της ΕΚΤ χαλάρωσε μία από τις ασφαλιστικές δικλίδες κληροδότημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης: το ύψος των αποθεματικών κεφαλαίων που οφείλουν να διατηρούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Στόχος της να ενθαρρύνει τον φθηνό δανεισμό στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης.

Η ΕΚΤ αρνήθηκε, πάντως, να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια του ευρώ που βρίσκονται ήδη αρκετά βαθιά σε αρνητικό έδαφος, στο  -0,5%. Σημειωτέον, τα επιτόκια του ευρώ έχουν εδώ και χρόνια αρνητικό πρόσημο, χωρίς ωστόσο να έχουν αποφέρει καρπούς σε ό,τι αφορά τους στόχους της ΕΚΤ, την επιτάχυνση του πληθωρισμού και την τόνωση της ανάπτυξης.

Και ενώ η ΕΚΤ ανακοίνωνε τις αποφάσεις της επιτείνοντας την πτώση στις αγορές που προσέβλεπαν σε περαιτέρω μείωση του κόστους  δανεισμού, η αμερικανική Federal Reserve ανακοίνωνε νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων με το οποίο ρίχνει στις αγορές 1,5 τρισ. δολάρια. Ακόμη και η γενναία αυτή ένεση ρευστότητας μόνον προσωρινά περιόρισε τη δραματική πτώση της Wall Street. Υστερα από μια μικρή ανάπαυλα, αμέσως μετά την ανακοίνωση του μέτρου, η πτώση επιταχύνθηκε. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί, άλλωστε, μία εβδομάδα νωρίτερα, όταν η Fed ανακοίνωσε ότι μειώνει κατά μισή εκατοστιαία μονάδα τα επιτόκια του δολαρίου. Η πτώση των αγορών συνεχίστηκε χειρότερη εξωθώντας μερίδα των οικονομικών αναλυτών να μιλήσει για «αστοχία» της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ που επέδειξε υπερβολική ανησυχία για τις επιπτώσεις της επιδημίας στη  μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Με ελάχιστη χρονική απόσταση από τη Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει εδώ και μέρες μειώσει τα επιτόκια της στερλίνας, ενώ η Τράπεζα της Ιαπωνίας υποσχέθηκε να χορηγήσει άφθονη ρευστότητα στις αγορές και να αυξήσει το δικό της πρόγραμμα αγοράς τίτλων. Απομένει να φανεί, ίσως σε μεγάλο βάθος χρόνου, πόσο αποτελεσματικές θα αποδειχθούν αυτή τη φορά οι κεντρικές τράπεζες.

Πηγή: kathimerini.gr