Συμφωνία για ΕΝΦΙΑ και φόρο υπεραξίας στα ακίνητα το 2018

Ετος σημαντικών φορολογικών αλλαγών στην αγορά ακινήτων αναμένεται να αποδειχθεί το 2018, καθώς για άλλη μία φορά δεν στάθηκε εφικτή η έγκαιρη αναθεώρηση των «στοιχειωμένων» αντικειμενικών τιμών, με αποτέλεσμα να μη διαφοροποιηθεί ούτε ο ΕΝΦΙΑ. Ως εκ τούτου, το 2018 αναμένεται να «κληρονομήσει» τις παραπάνω αλλαγές, ενώ το «κερασάκι στην τούρτα» αναμένεται να αποτελέσει ο φόρος υπεραξίας, ο οποίος θα ξεκινήσει, εκτός απροόπτου, να εφαρμόζεται από το νέο έτος, ενώ μέχρι σήμερα είχε επιβληθεί αναστολή ισχύος του λόγω δυσκολιών στον τρόπο είσπραξής του.

Σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν με τους δανειστές, το νέο έτος αναμένεται να σηματοδοτήσει πρόσθετες επιβαρύνσεις στην αγορά ακινήτων, γεγονός που, σε συνδυασμό και με την επίδραση των πλειστηριασμών, εκτιμάται από φορείς του κλάδου ότι είναι πιθανό να εκτροχιάσει τη σταθεροποιητική πορεία των τιμών των τελευταίων μηνών. Κατ’ αρχήν, ο νέος ΕΝΦΙΑ δεν προβλέπεται να είναι μικρότερος, καθώς θα διατηρηθεί στο ύψος των 3,2 δισ. ευρώ σε ό,τι αφορά τη βεβαίωση του φόρου, με εισπρακτικό στόχο επίσης τα 2,65 δισ.

Αυτό που θα αλλάξει όμως είναι ο τρόπος υπολογισμού του, ο οποίος θα γίνεται πλέον με βάση τις νέες αντικειμενικές τιμές. Οι νέες τιμές ζώνης αναμένεται να οριστικοποιηθούν το αργότερο έως το τέλος Μαρτίου, διάστημα που κρίνεται αρκετό για τη σύσταση των απαραίτητων τοπικών επιτροπών, οι οποίες θα καταθέσουν τις προτάσεις τους για τις νέες τιμές ζώνης. Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι οι τιμές αυτές να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις εμπορικές αξίες των ακινήτων. Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι σε πολλές περιπτώσεις οι νέες αντικειμενικές θα υπολείπονται των σημερινών, θα χρειαστεί και αλλαγή στους συντελεστές υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ, ενώ χωρίς αλλαγές αναμένεται να παραμείνει ο συμπληρωματικός φόρος που επιβαρύνει όσους διαθέτουν ακίνητα αξίας υψηλότερης των 200.000 ευρώ.

Ωστόσο, όπως φαίνεται από κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, είναι πιθανό να υπάρξουν και πάλι σοβαρές αδικίες και στρεβλώσεις, καθώς παρότι σε πολλές περιοχές οι τιμές των αγοραπωλησιών είναι πολύ χαμηλότερες των αντικειμενικών, η βασική επωδός είναι ότι δεν χρειάζονται μεγάλες αυξομειώσεις των αντικειμενικών μετά την πρόσφατη οριζόντια αναθεώρηση των τιμών ζώνης το 2016.

Αναφορικά με τον φόρο υπεραξίας, οι θεσμοί απέρριψαν το αίτημα της κυβέρνησης για νέα αναβολή και θα εφαρμοστεί από το 2018. Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος αυτός αφορά μόνο ακίνητα που έχουν αποκτηθεί μετά το 1995. Σε αυτά θα επιβάλλεται φόρος 15% στο κέρδος που θα προκύπτει από τυχόν πώλησή τους, δηλαδή στη διαφορά ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης. Η υπεραξία που θα προκύπτει θα απομειώνεται ανάλογα με τα έτη που το μεταβιβαζόμενο ακίνητο βρίσκεται στην κατοχή του. Τον φόρο υπεραξίας επιβαρύνεται, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, ο πωλητής του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής επιβαρύνεται με τον φόρο μεταβίβασης, που υπολογίζεται με συντελεστή 3% επί της αναγραφόμενης αξίας στο συμβόλαιο, με ελάχιστη όμως βάση υπολογισμού την αντικειμενική. Αν ο πωλητής έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ.

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι με την προσθήκη και του φόρου υπεραξίας, η Ελλάδα θα αποτελεί πλέον μια από τις ελάχιστες χώρες όπου το ακίνητο ως αγαθό θα φορολογείται με υψηλούς συντελεστές, τόσο στην κατοχή του όσο και στην αγοραπωλησία του. Σύμφωνα με στοιχεία του ερευνητικού οργανισμού Global Property Guide, με την προσθήκη και του φόρου υπεραξίας, η Ελλάδα θα αναρριχηθεί στην 20ή θέση μεταξύ 42 ευρωπαϊκών χωρών, αναφορικά με το κόστος μιας αγοραπωλησίας ακινήτου. Ειδικότερα, το μέσο κόστος θα ανέλθει σε 8,84% της αξίας του εκάστοτε ακινήτου, για κάποιον που αποκτά ένα ακίνητο και το μεταπωλεί με κέρδος έπειτα από περίοδο 10 ετών. Ο επενδυτής αυτός θα πληρώσει φόρο μεταβίβασης, δικηγορικά-συμβολαιογραφικά-μεσιτικά έξοδα, τέλος κτηματολογίου και φόρο υπεραξίας κατά την πώληση του ακινήτου.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ