Το βρετανικό δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ μετά 57 χρόνια

Στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 57 ετών έφθασε το δημόσιο χρέος της Βρετανίας τον Μάιο, διότι ο δανεισμός αυξήθηκε πολύ, με στόχο να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα ελάφρυνσης από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Τα σχετικά στοιχεία δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη στατιστική υπηρεσία της χώρας. Το μεικτό δημόσιο χρέος, για πρώτη φορά στην Ιστορία, ξεπέρασε τα 2 τρισεκατομμύρια στερλίνες και ανήλθε στα 2,009 τρισ. στερλίνες, εμφανίζοντας αύξηση 200 δισεκατομμυρίων από πέρυσι τον Μάιο. Ειδικότερα, το καθαρό χρέος του δημοσίου τομέα διογκώθηκε στο 1,95 τρισεκατομμύριο στερλίνες, όπερ σημαίνει στο 100,9% του ΑΕΠ, και αυτό συνέβη για πρώτη φορά μετά το 1963. Αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το καθαρό χρέος είχε σημειώσει ρεκόρ, στο 258% του ΑΕΠ.

Πάντως, όπως επισημαίνει σε σχετικό άρθρο της η εφημερίδα Financial Times, τα επίπεδα του δημοσίου χρέους εκτινάσσονται δραστικά σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη, πράγμα αναπόφευκτο λόγω του ιού. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο κρατικός δανεισμός πρόκειται να αυξηθεί 18,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις οικονομίες αυτές. Αναφορικά με τις χώρες της «Ομάδας των Επτά» (G7), είτε το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει ήδη το 100% του ΑΕΠ είτε αναμένεται να συμβεί, με εξαιρέσεις τη Γερμανία και τον Καναδά.

Προειδοποίηση

Η στατιστική υπηρεσία της Βρετανίας προειδοποίησε ότι τα στοιχεία είναι ακόμη προκαταρκτικά, αλλά, ούτως ή άλλως, όσα έχουν μέχρι στιγμής δημοσιοποιηθεί δείχνουν πως το πρώτο δίμηνο του οικονομικού έτους 2020-2021, δηλαδή τον Απρίλιο και τον Μάιο, τα δημόσια οικονομικά ήταν «στο κόκκινο». Toν Μάιο και μόνον, το ρευστό που δανείστηκε η κυβέρνηση αυξήθηκε στα 62,7 δισεκατομμύρια στερλίνες, ξεπερνώντας το συνολικό ποσό για το οικονομικό έτος 2019-2020. Οπως καθίσταται εμφανές, από τη μία η Βρετανία έχει λόγω ιού και διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας ελάττωση εσόδων και από την άλλη εκτίναξη δανεισμού σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Με οποιοδήποτε κριτήριο κι αν το εξετάσει κανείς, τα επίπεδα δημοσίου χρέους του μηνός Μαΐου ήταν τα υψηλότερα από το 1993, χρονιά κατά την οποία άρχισε η συγκέντρωση και καταγραφή των δεδομένων αυτών.

Τα έσοδα το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου μειώθηκαν κατά 20,8% έναντι του οικονομικού έτους 2019-2020, ενώ οι κρατικές δαπάνες εκτινάχθηκαν 51%, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία. Παράλληλα, όπως αναφέρουν αναλυτές, η αξιοπιστία της Βρετανίας ως προς τη δανειοληπτική ικανότητά της προστάτευσε τα ομόλογά της από τις επιπτώσεις του αυξημένου δανεισμού. Η Ιζαμπελ Στόκτον, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Σπουδών, τονίζει πως η χώρα θα πρέπει να συνηθίσει να ζει με ένα μείγμα υψηλότερου δημοσίου χρέους και κάποιας αύξησης στη φορολογία, αφού λήξει η κρίση της πανδημίας. Παράλληλα, θα πρέπει η Βρετανία να προσαρμοστεί και σε άλλα νέα δεδομένα. Τόσο οι εργαζόμενοι σε εταιρείες και καταστήματα όσο και τα αντίστοιχα στελέχη τους δεν δείχνουν προθυμία να επιστρέψουν στο παλαιότερο μοντέλο. Αφενός δεν θέλουν να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αφετέρου δεν επιθυμούν να επανέλθουν σε συμβατικούς εργασιακούς χώρους, όπου θα επηρεαστεί δυσμενώς η ψυχική υγεία και η παραγωγικότητά τους.

Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας συμβούλων Theta Financial Reporting, που επικαλείται το Bloomberg, το 57% των ερωτηθέντων δεν θέλει να επανέλθει στο συνηθισμένο του περιβάλλον και ωράριο, προτιμώντας την τηλεργασία ή έναν συνδυασμό, και το 35% ανησυχεί για την υγεία και την παραγωγικότητά του – το δε 45% των προϊσταμένων θεωρεί πως το περιβάλλον εργασίας βελτιώνεται λόγω πανδημίας.

Πηγή: kathimerini.gr