Τo ΔΝΤ στα… χωράφια της FED

Συστάσεις νομισματικής πολιτικής προς την αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν συνηθίζει το ΔΝΤ να απευθύνει συχνά. Όμως αυτό ακριβώς συνέβη με την ετήσια έκθεση του Ταμείου για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, η οποία δημοσιεύθηκε την Πέμπτη.

Το κείμενο διαπερνά ένα αίσθημα ανησυχίας, καλυμμένο πίσω από τεχνικές διατυπώσεις. Άλλωστε, το ΔΝΤ καταλήγει σε αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεών του για τον ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας το 2015 από το 3,1% που προέβλεπε τον Απρίλιο στο 2,5%. Η κατάσταση της αγοράς εργασίας, όπου η μακροχρόνια ανεργία επιμένει και η μερική απασχόληση εξαπλώνεται, συνηγορεί υπέρ των επιφυλακτικών εκτιμήσεων.

Επιλέγοντας πάντως το λεξιλόγιο της αισιοδοξίας, οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου επιμένουν ότι η σαφής υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο είχε χαρακτήρα παροδικό και δεν παραπέμπει σε μακροπρόθεσμη ανάσχεση. Ως αίτιά της προσδιορίζονται οι κακές καιρικές συνθήκες, οι απεργιακές κινητοποιήσεις στα λιμάνια της Δυτικής Ακτής , η υποχώρηση των επενδύσεων στον κλάδο των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων λόγω της υποχώρησης της τιμής του πετρελαίου και η ενίσχυση της ισοτιμίας του δολαρίου.

Ο τελευταίος παράγοντας είναι και ο περισσότερο απρόβλεπτος. Η άνοδος του δολαρίου κατά 13% σε πραγματικούς όρους ρίχνει τη σκιά της στην ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα το αμερικανικό νόμισμα να θεωρείται ήδη “ελαφρώς υπερτιμημένο” (moderately overvalued) και κάθε περαιτέρω κίνηση προς τα πάνω θα είναι, αν δεν επιτύχουν αντισταθμιστικές πολιτικές τόνωσης της ανάπτυξης, “επιβλαβής”, όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και ευρύτερα.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο στόχος της Fed για τον πληθωρισμό (με όρους τελικού καταναλωτή) δεν πρόκειται να εκπληρωθεί πριν από τα μέσα του 2017. Συνεπώς, στον τομέα της νομισματικής πολιτικής προτείνεται αναβολή κάθε αύξησης των επιτοκίων πριν από το πρώτο μισό του 2016.

Το δίλημμα είναι εμφανές, καθώς το ίδιο το Ταμείο αναγνωρίζει ότι η καθυστέρηση της αύξησης του κόστους χρήματος ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του στόχου για τον πληθωρισμό (προς το 2,5%) και, κατ’ ανάγκην, την ταχύτερη του επιδιωκόμενου αύξηση των επιτοκίων μετά το σημείο καμπής. Όμως στο αντίθετο ενδεχόμενο διακυβεύεται κάτι σημαντικότερο: η αξιοπιστία της ίδιας της Fed, η οποία δεν αποκλείεται μετά από μία πρόωρη νομισματική περιστολή δεν αποκλείεται να υποχρεωθεί να αναστρέψει πορεία, επιστρέφοντας στην εποχή των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων.

Σε κάθε περίπτωση, όταν σημάνει η ώρα της αύξησης των επιτοκίων θα πρέπει να αναμένεται μεταβλητότητα στις αγορές που θα διαρκέσει πλέον των μερικών ημερών, καθώς οι αποφάσεις της Fed θα σημάνουν “σημαντική και απότομη επανεξισορρόπηση των διεθνών χαρτοφυλακίων”.

Το ζήτημα είναι ότι κάθε πρόβλεψη για την πορεία που πραγματικά ακολουθεί η αμερικανική οικονομία φαντάζει παρακινδυνευμένη – και οι αναλυτές του Ταμείου δεν το κρύβουν ότι ανάμεσα στην πιθανότητα επιστροφής στην ύφεση και το ενδεχόμενο των χρηματοπιστωτικών αναταράξεων προτιμούν το δεύτερο. “Η αναβολή της αύξησης των επιτοκίων θα πρόσφερε σημαντική εξασφάλιση απέναντι στο ρίσκο της υποχώρησης του πληθωρισμού και της αναστροφής πολιτικής” σημειώνουν.

Η ανάλυσή τους δείχνει να συναντά τις “δεύτερες σκέψεις” που γεννά η συγκυρία σε μέλη της διοίκησης της Fed που δεν συγκαταλέγονται στις νομισματικές “περιστερές”. Παρότι η πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Janet Yellen αρέσκεται να προβάλλει την πρώτη εδώ και μία δεκαετία αύξηση των επιτοκίων σε οιονεί δρομολογημένη, o Jim Bullard, πρόεδρος της Fed Saint του Louis δήλωσε την Τετάρτη ότι “είναι δύσκολο να προσπαθήσεις να κανονικοποιήσεις τα επιτόκια ακριβώς τη στιγμή που η οικονομία δείχνει λίγο πιο αδύναμη”, ενώ την προηγουμένη η Lael Brainard, μέλος της διοίκησης, προέκρινε τη στάση της «εν εγρηγόρσει αναμονής” (watchful waiting).

Κατά τα λοιπά, τη σημασία τους έχουν και οι συστάσεις του ΔΝΤ για ενίσχυση του συντονισμού των φορέων εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος που συστεγάζονται στο πλαίσιο της Financial Stability Oversight Committee, αλλά και για αντιμετώπιση της “πολιτικής δυσλειτουργικότητας” σε ό,τι αφορά την κατάρτιση ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, καθώς, όπως παρατηρείται, τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ ακολουθούν “μη βιώσιμη πορεία”.

Πηγή: capital.gr