Απαγορευτικές οι προϋποθέσεις για το επίδομα ανεργίας σε εμπόρους

Χιλιάδες εν ενεργεία έμποροι και επαγγελματίες καταβάλλουν εδώ και σχεδόν 8 χρόνια 120 ευρώ ετησίως για τη στήριξη των άνεργων συναδέλφων τους, όμως λόγω των σχεδόν απαγορευτικών προϋποθέσεων που ισχύουν, από τις 240.000 επιχειρήσεις που έκλεισαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, μόλις 6.000 υπολογίζονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες που έλαβαν επίδομα. Σωρευτικά, εκτιμάται ότι στον ειδικό λογαριασμό που έχει δημιουργηθεί στον ΟΑΕΔ θα πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ.

Η Eλληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας με επιστολή της προς την υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου επισημαίνει ότι θα ήθελε να δει το ποσό που δίνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες από το υστέρημά τους να πιάνει τόπο και ζητεί την αλλαγή των κριτηρίων χορήγησης.

Με αφορμή την πρόσφατη υπουργική απόφαση που καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις καταβολής του βοηθήματος ανεργίας, σε αυτοτελώς και ανεξαρτήτως απασχολουμένους (δικηγόρους, μηχανικούς, γιατρούς), η ΕΣΕΕ επανέρχεται στο πάγιο αίτημά της και με επιστολή της τονίζει την ανάγκη χαλάρωσης των προϋποθέσεων χορήγησης, οι οποίες για τους εμπόρους είναι αυξημένες σε σχέση με τους αυτοτελώς και ανεξαρτήτως απασχολουμένους του πρώην ΕΤΑΑ.

Στο υπουργείο Εργασίας φαίνεται πως εξετάζουν την υιοθέτηση ελαστικότερων προϋποθέσεων, με αιχμή τα εισοδηματικά κριτήρια, για την καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος ανεργίας στους ελεύθερους επαγγελματίες του πρώην Οργανισμού Ελευθέρων Επαγγελματιών.

Ειδικότερα, οι ισχύουσες διατάξεις που επιβάλλεται να αναπροσαρμοστούν άμεσα σύμφωνα με την ΕΣΕΕ είναι οι εξής:

• Ο νόμος, μέσω των διατάξεων του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 3986/2011, ζητεί, για την παροχή του επιδόματος, πλήρη διακοπή για τους ασφαλισμένους εμπόρους και λοιπούς επαγγελματίες του πρώην ΟΑΕΕ, ενώ για τους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ ζητεί ένα απλό εισοδηματικό τεκμήριο, χωρίς σε αυτούς να απαιτείται πλήρης διακοπή.

Η διάταξη αυτή είναι σύμφωνα με την ΕΣΕΕ άδικη, δημιουργεί ανάμεσα σε ισότιμους δικαιούχους «παιδιά» και «αποπαίδια» και δίνει το δικαίωμα στους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ να νέμονται τη μερίδα του λέοντος στον σχετικό λογαριασμό, αναντίστοιχα προς τα έσοδα που καταβάλλουν σε αυτόν. Τα εισοδηματικά τεκμήρια «διακοπής» που στην ουσία δεν υφίσταται ή θα πρέπει να επεκταθούν σε όλους τους δικαιούχους ή θα πρέπει να καταργηθούν για όλους, επισημαίνεται.

• Ο νόμος στη σχετική διάταξη περί υπαγωγής (παρ. 2 άρθρου 44 ν. 3986/2011) αναφέρει ότι το επίδομα χορηγείται «σε περιπτώσεις αποδεδειγμένης διακοπής του επαγγέλματος και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών (3) μηνών». Στην πράξη, σύμφωνα με τις καταγγελίες των δικαιούχων, οι υπηρεσίες του ΟΑΕΔ ερμηνεύοντας τη διάταξη θεωρούν πως η χορήγηση πρέπει να γίνει μέσα στους 3 μήνες από τη διακοπή, ενώ η ΕΣΕΕ εκτιμά πως εφόσον έχει επέλθει διακοπή, μπορεί να χορηγηθεί επίδομα τουλάχιστον για 3 μήνες.

• Η χορήγηση του βοηθήματος θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς ο χρόνος ανεργίας είναι δεδομένος και η υποβολή αίτησης λήψης του θα πρέπει να συνεπάγεται και την καταβολή του.

• Τα προβλεπόμενα ανώτατα εισοδηματικά κριτήρια (20.000 ευρώ για ατομικό καθαρό εισόδημα και 30.000 ευρώ για οικογενειακό καθαρό εισόδημα) χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα χαμηλά, με αποτέλεσμα ελάχιστοι δικαιούχοι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, να εμπίπτουν σε αυτά. Αντ’ αυτού θα πρέπει να θεσπιστούν κατώτατα όρια ή εναλλακτικά τα εισοδηματικά κριτήρια ατομικού εισοδήματος θα έπρεπε να προβλέπουν μεν την έγκριση χορήγησης του βοηθήματος με διακύμανση/αυξομείωση όμως των οριζόμενων παροχών.

Μάλιστα, η ΕΣΕΕ ζητεί τον σαφή διαχωρισμό των ατομικών εισοδημάτων που θα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εισοδηματικών κριτηρίων. Εκτιμά δηλαδή ότι θα πρέπει να υπολογίζονται αποκλειστικά και μόνο τα καθαρά εισοδήματα, εξαιρουμένων των καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών, που προκύπτουν από επαγγελματική δραστηριότητα και όχι τα εισοδήματα από λοιπές πηγές του επιτηδευματία, όπως π.χ. από ακίνητα και κινητές αξίες.

Και τέλος, διευκρινίζει ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούν να θεσμοθετηθούν οι συγκεκριμένες αλλαγές και το κονδύλι που συγκεντρώνεται δεν διανέμεται στους δικαιούχους, τότε θα πρέπει να ανασταλεί η καταβολή και της σχετικής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης υπέρ ανέργων.

Πηγή: kathimerini.gr