Deutsche Bank – Commerzbank: ένας γίγαντας με πήλινα πόδια

Η Γερμανία, που ως γνωστόν αρέσκεται να κάνει κατήχηση στους εταίρους της, υποστηρίζει ότι πρέπει να διαλύονται οι άσωτες και προβληματικές τράπεζες παρά να επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι για τις διασώσουν. Κινδυνεύει, όμως, να διαπιστώσει ότι κρατάει τεχνητά στη ζωή δύο ημιθανείς τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων κι ενώ είχε προειδοποιηθεί για τους κινδύνους του εγχειρήματος. Στην αρχή της εβδομάδας η επισημοποίηση του ειδυλλίου ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, την Deutsche Bank και την Commerzbank, έγινε δεκτή από τις αγορές με ενθουσιασμό. Οι μετοχές των δύο τραπεζών σημείωσαν προσωρινά άνοδο για να υποχωρήσουν τις επόμενες ημέρες, αντανακλώντας, ίσως, προβληματισμό για τις παθογένειές τους.

Οι δύο τράπεζες ανακοίνωσαν επισήμως τις διαπραγματεύσεις για τη μεταξύ τους συγχώνευση την περασμένη Κυριακή. Πίσω από την προσέγγιση βρίσκεται το Βερολίνο, που πριμοδοτεί τη δημιουργία «εθνικού τραπεζικού πρωταθλητή» ικανού να ανταγωνιστεί τους τραπεζικούς κολοσσούς των ΗΠΑ. Αν ευοδωθούν τα σχέδιά του, η νέα τράπεζα θα συγκεντρώνει ενεργητικό ύψους 1,8 τρισ. ευρώ και θα είναι η τρίτη σε μέγεθος τράπεζα της Ευρώπης, μετά τη βρετανική HSBC και τη γαλλική BNP Paribas.

Σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι δέκατη και η αθροιστική χρηματιστηριακή αξία της δεν θα υπερβαίνει τα 26,2 δισ. ευρώ. Με κριτήριο τα διεθνή μεγέθη, μπορεί να θεωρηθεί μικροσκοπική. Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, οι αμερικανικές τράπεζες τις οποίες υποτίθεται ότι θα κληθεί να ανταγωνιστεί έχουν πολλαπλάσια χρηματιστηριακή αξία. Δεν έγκεινται, όμως, σε αυτά τα μεγέθη το πρόβλημα και οι κίνδυνοι της συγχώνευσης. Τόσο η Deutsche Bank όσο και η Commerzbank είναι δύο οργανισμοί νεκροζώντανοι. Ο πάλαι ποτέ πανίσχυρος κολοσσός της Deutsche Bank έχει διανύσει μια δεκαετία ατελέσφορων προσπαθειών αναδιάρθρωσης, σκανδάλων, προστίμων και μάταιων αλλαγών ηγεσίας. Με τη μετοχή της να έχει σημειώσει συνολική πτώση τουλάχιστον 70% από το 2010, η τράπεζα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο μειωμένων εσόδων, δυσβάσταχτου κόστους, υποβαθμίσεων και ακριβής χρηματοδότησης.

Αν συγχωνευθεί με την Commerzbank ίσως δεχθεί προσωρινή ώθηση, αλλά είναι απίθανο να λύσει τα προβλήματά της. Η συγχώνευση δεν θα περιορίσει τον ανταγωνισμό από τις τράπεζες του δημόσιου τομέα, που βρίσκουν φτηνότερη χρηματοδότηση. Δεν θα τη βοηθήσει, άλλωστε, να διευθετήσει τις νομικές εκκρεμότητές της. Σε ό,τι αφορά την Commerzbank, έχει διασωθεί δύο φορές από το γερμανικό κράτος, που στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ανέλαβε το 25% των μετοχών της και ελέγχει ακόμη το 15%. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες αναδιάρθρωσης, δεν κατορθώνει να αποδώσει κέρδη στους μετόχους της.
Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως το καίριο ερώτημα στην περίπτωση της συγχώνευσης είναι τι θα γίνει αν η νέα τράπεζα παρουσιάσει πρόβλημα. Υποτίθεται ότι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM) θα αναλάβει την εκκαθάριση και διάλυση κάθε προβληματικής τράπεζας εγκαίρως ώστε να αποτραπεί η μετάδοση νέας κρίσης. Ποτέ έως τώρα, όμως, δεν έχει δοκιμάσει να αντιμετωπίσει κάτι με τα μεγέθη της Deutsche Bank και πολλώ δε μάλλον με το μέγεθος μιας Deutsche Bank – Commerzbank. Τον προβληματισμό αυτόν απηχούσαν και οι δηλώσεις του Αντρέα Ενρια, επικεφαλής του SSM, που τόνισε πως για να δημιουργηθεί ένα νέος τραπεζικός γίγαντας από τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, θα πρέπει να διαθέτει επιπλέον κεφάλαια και νομική δομή που να επιτρέπει στις εποπτικές αρχές την εκκαθάρισή του σε περίπτωση χρεοκοπίας. Και φαίνεται πως αυτά τα εχέγγυα δεν υπάρχουν.

Τα ένοχα μυστικά των γερμανικών ταμιευτηρίων

Εστίες κινδύνου αποτελούν τα εκ πρώτης όψεως πρότυπα τραπεζικής σύνεσης ταμιευτήρια της Γερμανίας. Πρόκειται για τις 385 μικρές τοπικές τράπεζες, τις Sparkassen, που η Γερμανία διασφάλισε ότι δεν θα ελέγχονται από την ΕΚΤ και τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό Τραπεζών (SSM). Το Βερολίνο επέμεινε να εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της ΕΚΤ και του SSM μόνον τράπεζες με υψηλά επίπεδα ενεργητικού.

Οι τράπεζες αυτές συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις των Γερμανών πολιτών και, σύμφωνα με τον καναδικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS, περίπου το 60% των Γερμανών συναλλάσσεται με τα Sparkassen. Θεωρητικά το ότι απευθύνονται στις μικρές τοπικές κοινωνίες τις εξωθεί σε συντηρητικές επιλογές. Δεν πιέζονται να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, τα οποία και επανεπενδύουν ή τα διοχετεύουν στα ταμεία του κράτους.

Από τη δεκαετία του 1970 δεν έχει αναφερθεί πτώχευση κανενός Sparkassen. Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, οι επικριτές τους επικαλούνται την υπόθεση Landesbanken, ενός δικτύου επενδυτικών τραπεζών που επένδυε χρήματα των Sparkassen. Τα επένδυσε σε τιτλοποιημένα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης στις ΗΠΑ, στα γνωστά subprime, που οδήγησαν σε κατάρρευση τραπεζικούς κολοσσούς και προκάλεσαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, και τα Sparkassen χρειάστηκαν την αρωγή του γερμανικού κράτους. H διάσωσή τους κόστισε στους Γερμανούς φορολογουμένους πάνω από 30 δισ. ευρώ.

Εχουν στενές πολιτικές διασυνδέσεις και χορηγούν δάνεια σε Γερμανούς πολιτικούς. Οπως επισημαίνει το ινστιτούτο Halle, η ποιότητα των δανείων τους τείνει να επιδεινώνεται όταν είναι έτος εκλογών, καθώς οι πολιτικοί δανείζονται προς άγραν ψήφων. Σύμφωνα, άλλωστε, με εκτιμήσεις της ΕΚΤ, τα γερμανικά ταμιευτήρια παραδοσιακά αγοράζουν περισσότερα κρατικά ομόλογα μετά τις εκλογές, καθώς επιδιώκουν την εύνοια της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης. Η εύνοια έχει τίμημα. Προ μερικών εβδομάδων, η Κάτω Σαξονία χορήγησε με τις ευλογίες του Βερολίνου εγγυήσεις ώστε τα γερμανικά ταμιευτήρια να διασώσουν την προβληματική τράπεζα Nord LB.

Η Nord LB βρισκόταν στα όρια πτώχευσης, καθώς είχε χορηγήσει δάνεια σε ναυτιλιακές εταιρείες που δεν τα αποπλήρωσαν. Πέρυσι εμφάνισε τη χειρότερη εικόνα στα τεστ κοπώσεως της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ). Τον Μάρτιο του 2018, άλλωστε, η Fitch προειδοποίησε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού των Sparkassen αποτελείται από στεγαστικά δάνεια με επιτόκια «κλειδωμένα» στα υφιστάμενα χαμηλά επίπεδα, ενώ οι καταθέσεις τους υπόκεινται σε τυχόν μεταβολές στα επίπεδα των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αν αυξηθούν τα επιτόκια, οι καταθέσεις θα πρέπει αυτομάτως να ανατιμηθούν και τα Sparkassen θα δεχθούν πλήγμα ισχυρότερο από τις μεγάλες τράπεζες.

Πηγή: kathimerini.gr